Προκειμένου να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται η διαταραχή, θεωρήθηκε αναγκαίο να εκτιμηθεί ως προς την ανάπτυξη του φόβου στα άτομα. Ο φόβος είναι ένα έντονο ενοχλητικό συναίσθημα που προκαλείται από έναν επερχόμενο κίνδυνο ασχέτως εάν η απειλή είναι πραγματική ή όχι. Η φοβία διαφοροποιείται από τον φόβο, καθώς «χαρακτηρίζεται από έναν υπέρμετρο και παράλογο φόβο για ένα συγκεκριμένο πράγμα ή κατάσταση τα οποία και αποφεύγονται σε κάθε περίπτωση ή γίνονται ανεκτά με ταυτόχρονη παρουσία μεγάλης ανησυχίας» (Choy, Fyer & Lipsitz, 2007: 267). Επιπλέον, μια κατάσταση διαγιγνώσκεται ως φοβία σε παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ετών, εάν επιμένει για τουλάχιστον έξι μήνες. ΟΙ φοβίες διακρίνονται σε τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες. Πιο συγκεκριμένα, συμπεριλαμβάνουν φόβο για τα ζώα, περιβαλλοντικούς φόβους (π.χ. υψοφοβία, υδροφοβία), καταστασιακούς φόβους (π.χ. κλειστοφοβία) και φόβους σχετιζόμενους με την υγεία (π.χ. αιματοφοβία). Η κοινωνική φοβία είναι μια υποκατηγορία καταστασιακής φοβίας η οποία χαρακτηρίζεται από έναν «διαφαινόμενο και έντονο φόβο σε κοινωνικές περιστάσεις ή επιδόσεις στη διάρκεια των οποίων είναι πιθανό να προκύψει αμηχανία» (APA, 1994: 411). Διακρίνονται δύο τύποι κοινωνικής φοβίας, ο γενικευμένος τύπος ο οποίος χαρακτηρίζεται από φοβία η οποία είναι εμφανής στις περισσότερες κοινωνικές περιστάσεις και ο περιορισμένος τύπος φοβίας που εμφανίζεται σε μία ή δύο κοινωνικές περιστάσεις, με πιο συνηθισμένο το φόβο να μιλήσει κανείς μπροστά σε ακροατήριο.
Αν προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε την εικόνα του παιδιού με κοινωνική φοβία, θα λέγαμε ότι μοιάζει να είναι διστακτικό, δειλό, φοβισμένο, υπερβολικά ντροπαλό, φιλήσυχο, μοναχικό με λίγους ή καθόλου φίλους στο σχολικό του περιβάλλον (Kearney, 2005). Στο ερώτημα του τί είναι αυτό που πραγματικά φοβάται το παιδί με κοινωνική φοβία προσπάθησε να δώσει απάντηση μια έρευνα που διεξήχθη ανάμεσα σε 50 παιδιά ηλικίας 7-13 ετών τα οποία πληρούσαν τα κριτήρια για την εμφάνιση κοινωνικής φοβίας. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής ήταν αποκαλυπτικά, καθώς διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά φοβούνταν τις επιδόσεις τους είτε στα μαθήματα, είτε σε αθλητικές ή μουσικές εκδηλώσεις. Πιο συγκεκριμένα, το 71% των παιδιών παρουσίαζε φόβο να διαβάσει ένα κείμενο μπροστά στους συμμαθητές του, το 61% φόβο να παίξει ένα μουσικό όργανο ή να εξασκήσει ένα άθλημα, το 51% να σηκωθεί όρθιο και να γράψει στον πίνακα. Επιπρόσθετα, η έρευνα έδειξε ότι τα παιδιά με κοινωνική φοβία φοβούνταν να εμπλακούν σε συνήθεις κοινωνικές περιστάσεις, καθώς το 58% των παιδιών φοβόταν να ξεκινήσει μια συζήτηση, το 47% να πάει σε ένα πάρτυ και το 45% να παίξει με τα άλλα παιδιά( Beidel, Turner & Morris, 1999). Επομένως, είναι φανερό ότι τα παιδιά με κοινωνική φοβία παρουσιάζουν δυσκολίες προσαρμογής στο σχολικό περιβάλλον εξαιτίας των κοινωνικών ελλειμμάτων τους που ενδέχεται να οδηγήσει σε σχολική φοβία και επίμονη άρνηση να πάνε στο σχολείο, ενώ έχει συνδεθεί και με εγκατάλειψη του σχολείου πριν το πέρας της υποχρεωτικής εννιαετούς εκπαίδευσης (Stein & Kean, 2000). Συμπεραίνουμε ότι η κοινωνική φοβία είναι μια διαταραχή που δύναται να έχει σοβαρό αντίκτυπο στην ακαδημαϊκή εξέλιξη και πρόοδο του παιδιού.
Η κοινωνική φοβία εμφανίζεται πιο συχνά σε κορίτσια από ό,τι σε αγόρια, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί, εκτός από την κληρονομικότητα, στο κοινωνικό στερεότυπο που υπάρχει ότι τα αγόρια είναι «άτρωτα», γεμάτα αποφασιστικότητα, θάρρος και αυτοπεποίθηση, ενώ τα κορίτσια στερεοτυπικά θεωρούνται συνεσταλμένα, ντροπαλά, υποχωρητικά και λιγότερο διεκδικητικά. Παρά το γεγονός ότι η κοινωνική φοβία μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, οι περισσότερες έρευνες στη διεθνή βιβλιογραφία, καθώς και το Διαγνωστικό Στατιστικό Εγχειρίδιο DSM-IV (APA, 2000) δέχονται ως πιθανότερη ηλικία έναρξης το χρονικό διάστημα μεταξύ της ύστερης παιδικής ηλικίας (10-12 ετών) και της προεφηβείας (12-14 ετών). Αξίζει να σημειωθεί ότι όσο πιο νωρίς τοποθετείται η εμφάνιση της διαταραχής, τόσο πιο σοβαρά είναι τα συμπτώματα στην εφηβεία και στην ενήλικη ζωή.
Οι ερευνητές έχουν αρχίσει πρόσφατα να διερευνούν την αιτιολογία για την εμφάνιση και διατήρηση της διαταραχής σε παιδιά και εφήβους. Το ζήτημα του ρόλου της κληρονομικότητας στην εμφάνιση κοινωνικής φοβίας έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους ερευνητές. Μπορούμε με βεβαιότητα να υποστηρίξουμε ότι η κληρονομικότητα διαδραματίζει ρόλο στην εκδήλωση της διαταραχής, αλλά δεν ξέρουμε κατά πόσον συντελεί στη διατήρησή της. Ενδεικτικά, αρκετές έρευνες έχουν δείξει ότι άτομα που έχουν γονείς ή στενούς συγγενείς με κοινωνική φοβία είναι πιο πιθανό να εκδηλώσουν αυτή τη διαταραχή. Ερευνητικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη ή όχι κληρονομικότητας της κοινωνικής φοβίας έχουν πρωτίστως δοθεί από έρευνες που έγιναν σε δίδυμα. Χαρακτηριστικά, μια ανασκόπηση τέτοιων ερευνών σημείωσε ένα σημαντικό βαθμό κληρονομικότητας της κοινωνικής φοβίας σε παιδιά (Beatty et al., 2002), ενώ οι Οllendick και Ηirshfeld-Bekker (2002) απέδωσαν έναν μικρότερο βαθμό στην κληρονομικότητα ως αιτιολογικού παράγοντα για την εμφάνιση της κοινωνικής φοβίας. Μια έρευνα που είχε ως σκοπό να διερευνήσει το βαθμό επίδρασης της κληρονομικότητας στην εμφάνιση κοινωνικής φοβίας σε θηλυκά ζευγάρια διδύμων, προέβη σε επανεξέταση των διδύμων ζευγαριών προκειμένου να δώσει πιο αξιόπιστα αποτελέσματα. Την πρώτη φορά που εξέτασαν τα δίδυμα βρέθηκε ένας στατιστικά σημαντικός βαθμός επίδρασης της κληρονομικότητας, ενώ στην επανεξέταση που έγινε 8 χρόνια αργότερα, ο δείκτης επίδρασης της κληρονομικότητας ελαττώθηκε κατά πολύ. Αυτό το εύρημα επισημαίνει ότι η μεν εμφάνιση κοινωνικής φοβίας συνδέεται με την κληρονομικότητα, η δε διατήρησή της δεν είναι τόσο στενά συνυφασμένη με την ύπαρξη κληρονομικότητας και ότι ενδεχομένως το περιβάλλον διαδραματίζει έναν πιο καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της διαταραχής.
Παρόλο που υπάρχει ενδιαφέρον για τη διερεύνηση της συμβολής συγκεκριμένων γονιδίων στην εμφάνιση κοινωνικής φοβίας, η επιστημονική κοινότητα δεν έχει διαμορφώσει ακόμη μια καθαρή εικόνα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο γονότυπος καθορίζει το συμπεριφορικό φαινότυπο του παιδιού με κοινωνική φοβία. Πιο συγκεκριμένα, ερευνητές έχουν βρει ότι μια πολυμορφία στο διαβιβαστή της ντοπαμίνης συνδέεται άμεσα με την εμφάνιση κοινωνικού άγχους στα παιδιά, αλλά ταυτόχρονα συνδέεται και με παρόμοιες αγχώδεις διαταραχές, όπως η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και το σύνδρομο Tourett (Rowe et al., 1998).
Οι αναπτυξιακές θεωρίες τείνουν να θεωρούν καταλυτική τη συμβολή του οικογενειακού περιβάλλοντος και πιο συγκεκριμένα της γονεϊκής υπερπροστασίας και τιμωρητικής συμπεριφοράς στην ανάπτυξη κοινωνικών φόβων. Ο Parker όρισε την υπερπροστασία ως υπερβολική ανάμειξη των γονέων στον έλεγχο του περιβάλλοντος στο οποίο κινείται το παιδί που έχει ως σκοπό την προστασία του από αρνητικές κοινωνικές εμπειρίες, ακόμη και εάν δεν υπάρχει ορατή απειλή σε αυτό το περιβάλλον. Θεωρητικοί της αναπτυξιακής ψυχολογίας οι οποίοι υπερτονίζουν το ρόλο του χαρακτήρα του παιδιού στη γένεση της κοινωνικής φοβίας επεξέτειναν τη θεωρία του Parker και πρότειναν ένα μοντέλο διπλής κατεύθυνσης κατά το οποίο ο απομονωμένος και δειλός χαρακτήρας του παιδιού έλκει μία προστατευτική συμπεριφορά εκ μέρους των γονέων η οποία με τη σειρά της δεν βοηθά το παιδί να ξεπεράσει την έμφυτη ντροπαλότητά του και κατ’ επέκταση οδηγεί στη διατήρηση της διαταραχής (Rapee, 2001). Eπιπλέον, ερευνητές τείνουν να συνδέουν την υπερπροστασία και το μεγαλύτερο έλεγχο που ασκείται στη συμπεριφορά των παιδιών με την ελλιπή ανταπόκριση των παιδιών σε κοινωνικά ερεθίσματα που συνιστά ένα βασικό χαρακτηριστικό στη συμπεριφορά των παιδιών με κοινωνική φοβία. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας του ότι η υπερπροστασία δεν αφήνει ελεύθερο το παιδί να εξερευνήσει αυτόνομα το κοινωνικό του περιβάλλον, να δημιουργήσει και να διατηρήσει φιλικές και κοινωνικές σχέσεις και επιπλέον αυξάνει την αίσθηση του παιδιού ότι ο κόσμος που το περιβάλλει είναι αφιλόξενος και απειλητικός, η οποία φαίνεται να οδηγεί σε αποφυγή των κοινωνικών συναλλαγών και αποτυχία να αναπτύξει τις απαραίτητες γνωστικές δομές και κοινωνικές δεξιότητες που το καθιστούν το παιδί ικανό να ανταπεξέλθει στις διάφορες κοινωνικές περιστάσεις (Τaylor & Alden, 2005).
Αρκετοί ερευνητές έχουν παράσχει εμπειρικά δεδομένα με στόχο τη διερεύνηση σε βάθος της σχέσης μεταξύ της υπερπροστασίας των γονέων και της εμφάνισης κοινωνικής φοβίας. Στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, ένα μεγάλο μέρος της προσοχής έχει επικεντρωθεί στη μητρική υπερπροστασία, ενώ ο ρόλος του πατρικού ελέγχου στον καθορισμό της συμπεριφοράς του παιδιού δεν έχει ακόμη εξεταστεί εκτενώς. Τα ερευνητικά δεδομένα προέρχονται από ανακλητικές αναφορές ενηλίκων με κοινωνική φοβία. Ενήλικες με κοινωνική φοβία ανακαλούν τους γονείς τους ως λιγότερο κοινωνικούς, με τάσεις απομόνωσης, αναφέρουν ότι υπολογίζουν πολύ τη γνώμη των άλλων και χρησιμοποιούν τη ντροπή ως μέθοδο πειθαρχίας, επισημαίνοντας τη συμβολή ενός αυταρχικού προτύπου διαπαιδαγώγησης στην ανάπτυξη κοινωνικής φοβίας. Έρευνες που στηρίζονται στην νατουραλιστική παρατήρηση παιδιών υποστηρίζουν ότι ο συνδυασμός μεγαλύτερου ελέγχου στη συμπεριφορά του παιδιού, υπερπροστασίας και λιγότερης συναισθηματικής εγγύτητας συνδέονται άμεσα με τη γένεση της κοινωνικής φοβίας (Hudson & Rapee, 2002).
Πέρα από τη συμβολή της μητρικής υπερπροστασίας στη γένεση της κοινωνικής φοβίας, ο ρόλος της σχέσης πατέρα-παιδιού φαίνεται να είναι εξίσου σημαντικός. Η πατρική απόρριψη έχει κατά καιρούς συνδεθεί με εμφάνιση άγχους, συναισθηματικών διαταραχών, κατάχρηση ουσιών και κατάθλιψη στους εφήβους (Rohner et al., 2007). Μία πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι τόσο η μητρική υπερπροστασία όσο και η πατρική απόρριψη ή τουλάχιστον μειωμένη συναισθηματική εγγύτητα συνδέονται άμεσα με την παιδική κοινωνική φοβία, επισημαίνοντας όμως ότι εάν ο ένας από τους δύο γονείς δείξει συναισθηματική ζεστασιά και ευαισθησία προς το παιδί μπορεί να καλυφθεί το κενό που έχει δημιουργηθεί από τον άλλο γονέα. Oι εν λόγω ερευνητές προχώρησαν σε βάθος την ανάλυσή τους και έδωσαν μία πιθανή ερμηνεία της πατρικής απόρριψης που έγκειται στο ότι η μητέρα θεωρεί το παιδί της εύθραυστο, θέλει να το προστατεύσει και στην προσπάθειά της αυτή δημιουργεί μια πολύ στενή σχέση μαζί του. Ο πατέρας που αισθάνεται παραμελημένος και πιθανώς απογοητευμένος επειδή τον έχουν αφήσει εκτός της δυάδας μητέρας-παιδιού, αποσύρεται και φέρεται αρνητικά στο παιδί δείχνοντας μειωμένη συναισθηματική εγγύτητα (Κnapee et al., 2012). Συμπερασματικά, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει η μητέρα το παιδί της φαίνεται ότι έχει αντίκτυπο τόσο στο ίδιο όσο και στη σχέση του πατέρα με το παιδί.
Οι θεωρίες της κοινωνικής μάθησης προτείνουν ότι ο συνδυασμός των αρνητικών εμπειριών που απορρέουν από τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και η έλλειψη γνωστικών μηχανισμών τείνουν να οδηγούν σε επαναλαμβανόμενες αρνητικές γνωσίες οι οποίες με τη σειρά τους ενισχύουν την αρνητική αυτο-εικόνα του παιδιού, συντελώντας στην ανάπτυξη της κοινωνικής φοβίας( Rapee & Spence, 2004). Σε ποιο βαθμό όμως συντελούν οι τραυματικές εμπειρίες στην εμφάνιση της κοινωνικής φοβίας; Σε αυτό το ερώτημα προσπάθησε να δώσει απάντηση μια έρευνα κατά την οποία ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να προσδιορίσουν τις αιτίες των φόβων τους. Περισσότεροι από τους μισούς ανέφεραν τραυματικές κοινωνικές εμπειρίες που συνέβησαν κατά την παιδική τους ηλικία ως την κύρια αιτία των κοινωνικών τους φόβων, όμως αυτοί οι συμμετέχοντες είχαν περιορισμένη κοινωνική φοβία που όπως έχει προαναφερθεί εκδηλώνεται σε μία μόνο ή έστω ελάχιστες κοινωνικές περιστάσεις. Επομένως, επιβεβαιώνεται ότι η παιδική ηλικία συνιστά μια κρίσιμη καμπή για την συναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου. Αρνητικές κοινωνικές εμπειρίες που φαίνεται να επηρεάζουν την εκδήλωση κοινωνικής φοβίας συμπεριλαμβάνουν, ανάμεσα σε άλλα, κοροϊδία, σχολικό εκφοβισμό, άσκηση κριτικής και αποκλεισμό από την ομάδα των σημαντικών άλλων (π.χ. να μην επιλέγεται το φοβικό παιδί να συμμετέχει σε μια κοινή δραστηριότητα της ομάδας). Το τελευταίο φαίνεται να είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη κοινωνικής φοβίας (Spence et al., 1999).
Kατερίνα Αγγέλη
Φιλόλογος, ΜSc Παιδοψυχολογίας
Εξειδίκευση στην Ειδική Αγωγή