Σηκώθηκα και άνοιξα τα παράθυρα στο δωμάτιό μου, ήθελα να μπει λίγο φως. Έβλεπα από το παράθυρο ζευγάρια να περπατούν ,αυτοκίνητα να κορνάρουν, παιδάκια μικρά να φωνάζουν. Δίχως να το καταλάβω, αγκάλιασα το μαξιλάρι μου, κουκουλώθηκα στα σκεπάσματά μου και άρχισα να κλαίω.
Έτρεξα να βρω τα αγαπημένα μου σοκολατάκια, ήταν κρυμμένα κάτω από ένα βιβλίο Αρχαίων και ένα τετράδιο Φυσικής. Είχα σταματήσει να γυμνάζομαι εκείνο τον καιρό και είχα πάρει ένα- δύο κιλά-αυτή η εφηβική φιλαρέσκεια της σωματικής τελειότητας με κυνηγούσε, αλλά τα είχα ανάγκη για τη διάθεσή μου, τι να κάνω. Κοίταξα το κινητό μου κι ένας αναστεναγμός, ένα βλέμμα απογοήτευσης με πλημμύρισε.
Ούτε ένα μήνυμα από το πρόσωπο που με ενδιέφερε, ούτε ένα σημάδι ζωής από εκείνο το καρδιοχτύπι που προσπαθούσα εναγωνίως για εκείνη τη ματιά, για εκείνη την προσοχή που θα με έβγαζε από τη γαλήνη της ανυπαρξίας μου. Έκανα ένα κρύο ντους, ήθελα το κρύο νερό να πέσει επάνω μου και να νοιώσω καλύτερα.
Ήμουν μαθήτρια Λυκείου, μία έφηβη γεμάτη όνειρα για τη ζωή, γεμάτη δίψα για την πραγματοποίησή τους. Το σύστημα της εκπαίδευσης με απωθούσε, θεωρούσα ότι δε συνέφερε τους ανθρώπους που ήθελαν να σκέπτονται. Πάντα με θυμόμουν χαμογελαστή, αυτές τις εβδομάδες, δεν ξέρω, είχα χάσει τη διάθεσή μου και δεν είχα την ενέργεια να ασχοληθώ με όλα αυτά που αγαπούσα. Δεν έβρισκα κατανόηση από κάπου και προσπαθούσα να πιαστώ από την αισιοδοξία η οποία συνέχιζε να ζει, επιμένοντας να ζω σε έναν κόσμο που η απανθρωπιά επιβραβεύεται και η ευαισθησία θεωρείται ελάττωμα και κουσούρι. Ο κόσμος μου φαινόταν σκληρός, απόκοσμος, προσπαθούσα να βρω λίγο φως στο σκοτάδι. Και το στομάχι μου ήταν χάλια, και η αγάπη μου δεν είχε στείλει μήνυμα, και τα φροντιστήρια με πίεζαν για καλύτερους βαθμούς. Και η κατάθλιψη μου χτύπησε την πόρτα, όπως σε τόσους εφήβους…
Και με έπιαναν οι ενοχές μου, γιατί θεωρούσα ότι είμαι και αχάριστη που υπέφερα στις αρνητικές μου σκέψεις, τη στιγμή που άλλοι άνθρωποι βιώνουν καταστάσεις χειρότερες από τα δικά μου εφηβικά αδιέξοδα, τα δικά μου αποτυχημένα φλερτ, τις δικές μου ανησυχίες. Λάθος, λάθος, λάθος…
Ποιος μπορεί να ζυγίσει τον πόνο, ποιος μπορεί να σου απαγορεύσει να νοιώθεις άσχημα, ποιος μπορεί να σε κατηγορήσει επειδή ως έφηβος η κατάθλιψη σου χτύπησε την πόρτα και αυτό δεν είναι απόρροια αδυναμίας, αλλά ψυχική διαταραχή. Επειδή γονείς και καθηγητές δεν μπορούν να διακρίνουν τον πόνο σε παιδικά πρόσωπα, επειδή το σύστημα αγκαλιάζει τις γνωριμίες και απορρίπτει την προσπάθεια ανθρώπων που πορεύονται σιωπηλά και ταπεινά καταθέτουν τον αγώνα τους, όλα αυτά βασανίζουν τόσες εφηβικές ψυχές. Και όμως ,σκεφτόμουν , η ζωή παραμένει όμορφη’’, και πορευόμουν εκείνο το πρωινό με αυτές τις σκέψεις στο σχολείο βιαστική για να μη χάσω και την πρώτη ώρα.
Για όλους τους έφηβους/ έφηβες που πέρασαν κατάθλιψη, που ένοιωσαν ότι δεν τους καταλαβαίνουν, που εκείνο το μαξιλάρι ήταν η παρέα τους το βράδυ στη μοναξιά τους: Όχι, δεν είστε λίγοι, ναι η ζωή αξίζει. Και αν δεν τα πάτε καλά και σε ένα μάθημα, και αν αποτύχετε κάπου, και αν κάποιος σας κλείσει μία πόρτα, μην απογοητεύστε: υπάρχουν έξω φίλοι, ταίρια, παρέες, κάποιος ειδικός να μιλήσετε , να ανοίξετε την ψυχή σας και να αγκαλιάσετε ξανά τον εαυτό σας. Μιλήστε, μην κρατάτε μέσα σας στεναχώριες, μιλήστε. Και να θυμάστε ότι η ζωή σας είναι πάντα πολύτιμη και υπάρχουν άνθρωποι που σας αγαπούν. Το τερατάκι της κατάθλιψης θα περάσει, όλα αυτά που πόνεσαν την ψυχή μας θα μοιάζουν μετά από καιρό με μία ξεθωριασμένη ανάμνηση.
Δύναμη, τα καταφέρουμε!!!