Ιδιαίτερα ο ερχομός του πρώτου παιδιού, σηματοδοτεί το πέρασμα από μια σχετικά ανεξάρτητη φάση ζωής στην ενηλικίωση και υπευθυνότητα. Το πέρασμα αυτό σίγουρα δεν είναι εύκολο. Η επεξεργασία του νέου ρόλου ως γονέα απαιτεί χρόνο, αφοσίωση και εμπλουτίζεται όλο και περισσότερο καθώς το παιδί μεγαλώνει και αυξάνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ τους.
Μέσα από ένα πλήθος καινούργιων εμπειριών με το παιδί, οι γονείς συχνά ανακαλύπτουν νέα νοήματα στην έννοια της αγάπης, της φροντίδας, της προστασίας κ.α.
Σε κάθε οικογένεια, ο ερχομός ενός παιδιού σημαίνει διαφορετικά πράγματα. Όλοι μας ερχόμενοι στον κόσμο, συνοδευόμαστε από μια ιστορία ζωής, που ακούγαμε και εμείς από τους γονείς μας: «Προσπαθήσαμε πάρα πολύ για να σε αποκτήσουμε», «Δεν είχαμε προγραμματίσει την γέννησή σου», «Ήρθες και μας άλλαξες την ζωή». Όλες οι αφηγήσεις που γίνονται γύρω από το παιδί συχνά μεταφέρουν ασυνείδητα και μηνύματα – οδηγίες για το πώς θα θέλαμε να συμπεριφέρεται το παιδί :«επειδή κουραστήκαμε για να σε αποκτήσουμε, και εσύ οφείλεις να μην μας στεναχωρείς», «το να γίνω γονέας με φόβιζε πραγματικά», ή «τώρα που γεννήθηκες, η ζωή μας ολοκληρώθηκε!».
Καλό και κακό παιδί
Πολλές φορές οι γονείς, οι συγγενείς, οι δάσκαλοι και όσοι ακόμη εμπλέκονται στην ανατροφή των παιδιών, τονίζουν τη διαφορά μεταξύ «καλού» και «κακού» παιδιού, χρησιμοποιώντας την επιβράβευση για το καλό παιδί και την τιμωρία για το κακό. Όσο πιο έντονα τονίζεται αυτή η διαφορά μεταξύ τους, τόσο πιο εύκολο είναι πιθανόν για ένα παιδί να παρερμηνεύσει το μήνυμα και να συνδέσει ασυνείδητα την καλή ή κακή του ταυτότητα με την αγάπη του γονέα: «αν είμαι κακός και στεναχωρήσω τους γονείς μου, αυτοί θα πάψουν να με αγαπούν και να με φροντίζουν».
Έτσι στην προσπάθειά του το παιδί να αποκωδικοποιήσει τον κόσμο γύρω του, αρχίζει να συνδέει ετικέτες όπως «καλός, σωστός, υπάκουος, συνεργάσιμος» με θετικές συνέπειες που βαθύτερα σχετίζονται με την επιβίωσή του. Ίσως επειδή, στη διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας, κάπου γίνεται και η σύνδεση «αν είμαι κακός, δεν θα με φροντίζουν, θα μείνω μόνος, έξω από το οικογενειακό πλαίσιο».
Τι γίνεται όμως όταν μερικές φορές στην πορεία της ζωής του, το παιδί μας μάς εκπλήξει με μια πτυχή του εαυτού του που δεν είχαμε προβλέψει;
Πως νιώθουμε όταν η νέα πληροφορία που φέρνει το παιδί ραγίζει ανεπανόρθωτα την εικόνα και την προσδοκία που είχαμε μέχρι τώρα για αυτό; Και πάλι ανάλογα με τις αξίες, τα πιστεύω, και τις προκαταλήψεις της οικογένειας, κάθε «ρωγμή» στην εικόνα του «τέλειου» παιδιού είναι διαφορετική και βιώνεται με πολλούς τρόπους. Από την διάγνωση συμπεριφορικών/μαθησιακών δυσκολιών, το άκουσμα μιας βαριάς νοητικής διαταραχής, ενδεχομένως τον διαφορετικό σεξουαλικό του προσανατολισμό και κάθε είδους νέα πληροφορία που συγκρούεται με το όνειρο των γονέων.
Το πένθος για το τέλειο παιδί που δεν υπάρχει
Εκείνοι συχνά βιώνουν ένα είδος πένθους για το «τέλειο» παιδί που δεν υπάρχει πια και θα πρέπει τώρα να προσαρμοστούν σε μία νέα κατάσταση. Αντίστοιχα και το ίδιο το παιδί, είτε μπορεί/θέλει να το εκφράσει λεκτικά είτε όχι, επιφορτίζεται με το μεγάλο συναισθηματικό βάρος του ότι απογοήτευσε τους ανθρώπους που πίστευαν σε αυτό περισσότερο μέχρι τότε. Επίσης, έχει πλέον την ευθύνη να γνωρίσει εκ νέου τον εαυτό του και να ξανασυστηθεί στους δικούς του ανθρώπους, πράγμα σίγουρα επίπονο και απρόβλεπτο για όλους. Όμως αυτό είναι το συγκινητικό με τις νέες συστάσεις: αν δώσουμε σε όλους τον χρόνο και τον χώρο που χρειάζονται για να προσαρμοστούν μπορεί να γνωρίσουμε ένα παιδί ακόμα πιο ενδιαφέρον και πολύπλευρο από ότι είχαμε φανταστεί.
Συνεπώς, η έννοια του «τέλειου» παιδιού δεν υπάρχει, απλούστατα επειδή ούτε στην ίδια την φύση υπάρχει η έννοια της τελειότητας. Ετσι λοιπόν δεν υπάρχουν ούτε τέλειοι γονείς, τέλειοι δάσκαλοι, τέλειοι άνθρωποι. Υπάρχουν οικογένειες και πλαίσια που μαθαίνουν να προσαρμόζονται σε νέα δεδομένα, να δίνουν χώρο για την έκφραση των μελών τους, να θυμώνουν, να συγκρούονται, να διαπραγματεύονται και να εξελίσσονται. Κι αν δεν φαίνονται οι αλλαγές αμέσως, ας μην απογοητευόμαστε. Όλα συμβαίνουν στον χρόνο που πρέπει να συμβούν.