Το παιχνίδι κι η εφαρμογή του στην θεραπευτική συνεδρία

Οι θεωρίες που αφορούν στο παιχνίδι και στη σημαντικότητα αυτού για την ανάπτυξη ενός ανθρώπου είναι τόσες πολλές που δεν θα μπορούσαν να χωρέσουν όλες εδώ.

Με βασική αρχή ότι το παιχνίδι είναι μία γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στο παιδί και το θεραπευτή, μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα που είναι σημαντικό να αναφερθούν είναι:

  • Το παιχνίδι γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ της συγκεκριμένης εμπειρίας και της αφηρημένης σκέψης.
  • Το παιχνίδι αποτελεί έναν έμμεσο ή άμεσο τρόπο προσπάθειας του παιδιού για επικοινωνία με το εξωτερικό του περιβάλλον εκφράζοντας:
  1. Ανάγκες – Συναισθήματα
  2. Γεγονότα και καταστάσεις
  • Η μετατόπιση του πρωταγωνιστικού ρόλου στο παιδί, μπορεί να αποτελέσει παράγοντα διαχείρισης και αντιμετώπισης αυτού που έχει βιώσει.
  • Η χρήση ‘φανταστικών σεναρίων’ βοηθά το παιδί να ελέγξει τον πόνο και την οποιαδήποτε κατάσταση.
  • Τα παιδιά μπορεί να έχουν σημαντική δυσκολία στην προσπάθεια τους να εκφράσουν πως νιώθουν ή πως έχουν επηρεαστεί από αυτό που έχουν βιώσει.
  • Η ποιότητα της σχέσης μεταξύ του παιδιού και του θεραπευτή είναι σημαντικός παράγοντας για την παρακίνηση και την ενεργή συμμετοχή του και έτσι καθορίζεται και το αποτέλεσμα της παρέμβασης.

Βάσει των παραπάνω, λοιπόν, είναι κατανοητό πως όταν ένας θεραπευτής πραγματοποιεί συνεδρίες με παιδιά και εφήβους χρησιμοποιεί το παιχνίδι και τις πολλαπλές του λειτουργίες κατά κόρον. Το παιχνίδι, μάλιστα, ίσως καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος παρέμβασης που έχει θεσπίσει ο εκάστοτε θεραπευτής.

Αυτό συμβαίνει διότι το παιχνίδι:

  • Διακατέχεται από ένα εσωτερικό κίνητρο
  • Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ανάπτυξης του παιδιού (κινητικά-γνωστικά-αισθητικά-ψυχοκοινωνικά-συναισθηματικά)
  • Εξυπηρετεί τη ‘θέαση’ τόσο του ίδιου του παιδιού όσο και του θεραπευτή
  • Εναρμονίζει διαφόρων ειδών ερεθίσματα

Το παιχνίδι κατά τη διάρκεια μίας συνεδρίας μπορεί να αποτελεί:

1.Μέσο Αξιολόγησης

Χρήση για αξιολόγηση των τομέων εκτέλεσης και όλων των δεξιοτήτων.

2.Θεραπευτικό Μέσο

Χρήση ως μέσο παρέμβασης ανάλογα την εποχή, την αρχική αξιολόγηση, τις ανάγκες και τους στόχους.

3.Στόχος Θεραπείας

Σε πολλές περιπτώσεις το παιχνίδι γίνεται ο ίδιος ο στόχος (π.χ. προσκόλληση σε μία εποχή).

Η θεωρία, λοιπόν, η οποία αναπτύσσεται γύρω από τη λειτουργία του παιχνιδιού είναι τόσο μεγάλη που η εφαρμογή της δεν μπορεί να χωρέσει σε δύο – τρεις γραμμές. Η εφαρμογή του παιχνδιού σε μία θεραπευτική συνεδρία απαιτεί δεξιότητες όπως η ευρυματικότητα, η συσχέτιση στόχου με μέσο, η φαντασία, η προσαρμογή σε γρήγορες αλλαγές κοκ.  Οι θεραπευτές, ωστόσο, πέφτουμε πολλές φορές σε παγίδες όπως

  • Θεωρούμε ότι ένα παιχνίδι μπορεί από μόνο του να παρέχει τις δεξιότητες τις οποίες θέλουμε να αναπτύξουμε. Ξεχνάμε δηλαδή τον ανθρώπινο παράγοντα, ο οποίος μπορεί να εμπεριέχει και τη χρήση εαυτού ως μέσο παρέμβασης.
  • Με αρχή το ότι το παιχνίδι είναι μία γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα σε εμάς και στο παιδί, θεωρούμε ότι πάντα το παιδί πρέπει να διασχίσει τη γέφυρα ώστε να έρθει στον επιθυμητό στόχο που έχουμε θεσπίσει. Ξεχνάμε πως στη γέφυρα αυτή μπορούμε κι εμείς να περπατήσουμε, πλησιάζοντας το παιδί και τις δυνατότητες του.
  • Θεωρούμε το παιχνίδι ως ένα μέσο πάνω στο οποίο μόνο εμείς θεσπίζουμε κανόνες. Πάντα, σχεδόν, ξέρουμε τι να ζητήσουμε από το παιδί, ξέρουμε τον τρόπο με τον οποίο επιθυμούμε να γίνουν τα πράγματα αλλά και εμείς είμαστε αυτοί που δίνουμε πάντα τις κατευθύνσεις. Παγιώνουμε δηλαδή μία ιεραρχία η οποία σε καμία περίπτωση δε χαρακτηρίζει μία υγιή και επικοδομητική θεραπευτική σχέση και εμπιστοσύνη.
  • Ξεχνάμε ότι το παιχνίδι είναι η ελευθερία έκφρασης των παιδιών. Μέσα από αυτό μπορούν να επικοινωνήσουν, να εκφραστούν και να λύσουν τα προβλήματα τους. Μέσα στον επαγγελματισμό μας, δεν δίνουμε τη δυνατότητα στο παιδί να παίξει ελεύθερα, ξεχνώντας μία βασική αρχή του επαγγέλματος μας – την παρατήρηση/θέαση.
  • Μέσα στη συνεδρία, πολύ συχνά, πράττουμε σαν να είμαστε οι μόνοι υπεύθυνοι. Εμείς ορίζουμε τι θα παίξουμε και εμείς θέτουμε το πόση ώρα θα διαρκέσει η εκάστοτε δραστηριότητα. Με αυτή τη συμπεριφορά όμως, ξεχνάμε τη βασική μας ιδιότητα – την ικανότητα μας να προσαρμόζουμε πρώτα εμάς και μετά ολόκληρη τη συνεδρία βάσει αυτού που θα διαλέξει το εκάστοτε παιδί. Βάσει αυτού, δηλαδή, που για κάποιο λόγο φαίνεται ότι το ίδιο το παιδί θέλει να το χρησιμοποιήσει (εσωτερικό κίνητρο).
  • Αδυνατούμε να εισάγουμε την ‘παύση’ – μία παύση απλή και όχι ένα διάλειμμα που παραπέμπει σε ένα νοησιαρχικό σχολείο. Σε αυτή την παύση, ο θεραπευτής μπορεί να παρατηρεί τι κάνει το παιδί, τι παίζει και με ποιο τρόπο. Ο θεραπευτής γίνεται αόρατος (δεν δίνει οδηγίες, δεν κατευθύνει, βλέπει εάν το παιδί έχει γενικεύσει αυτό που έχουν κάνει στη συνεδρία, εάν το έχει κατανοήσει).
  • Σε μία συνεδρία, εμείς οι θεραπευτές είμαστε πάντα προετοιμασμένοι καθώς το απαιτεί η εργασιακή μας ταυτότητα. Το παιδί όμως που έρχεται, δεν ξέρουμε ποτέ τι έκανε πριν, τι θα κάνει μετά και με τι διάθεση έρχεται σε εμάς. Όπως πολλές φορές, εμείς δεν είμαστε σε ‘φάση’ να δουλέψουμε, έτσι και το κάθε παιδί έχει το δικαίωμα να έρθει στη συνεδρία όντας σε ‘φάση’ να μην επενδύσει σε εμάς και στη θεραπεία. Εάν δεν μπορούμε να σεβαστούμε αυτή τη συμπεριφορά, πολλές φορές καταλήγουμε σε ένα bullying παιχνιδιού «παίξε».
  • Μπερδεύουμε τους όρους ‘παιδικό’ και ‘παιδιάστικο’. Αυτό ξεκινά από τον τρόπο ομιλίας και μπορεί να φτάσει σε όλη τη συμπεριφορά μας.
  • Αδυνατούμε πολλές φορές να εισάγουμ την ευελιξία σε όλο το πλαίσιο της εργοθεραπευτικής διαδικασίας. Συνήθως οι θεραπευτές κάθονται στην ίδια θέση και στο ίδιο δωμάτιο (που αυτό μπορεί να φέρει και μία ασφάλεια στο παιδί). Η αλλαγή του χώρου (έστω και το περιβάλλοντος χώρου), η είσοδος νέων τρόπων προσέγγισης, η συνεχής αλλαγή δομής της συνεδρίας, η καταπάτηση κανόνων και η δημιουργία νέων καθώς και οι εν δυνάμει προσαρμογές που μπορεί να γίνουν καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεδρίας, μπορεί να βοηθήσουν στην ανάπτυξη μίας ευελιξίας θεραπευτή και παιδιού.
  • Περιοριζόμαστε στο καθιστικό παιχνίδι. Με βάση την ανάπτυξη των δεξιοτήτων, πολλά εργοθεραπευτικά πλάνα περιλαμβάνουν μία ‘στερεοτυπική’ προσέγγιση που βασίζεται στην ύπαρξη ενός γραφείου ανάμεσα στο παιδί και τον θεραπευτή, που ναι μεν εξυπηρετεί το πλάνο αλλά από την άλλη δημιουργεί μία απόσταση στη δυαδική τους σχέση.

Τέλος, καλό θα ήταν να αναφερθεί ότι η γέφυρα επικοινωνίας που έχουμε αναπτύξει με τα παιδιά στηρίζεται σε δύο βάσεις. Στη μία στεκόμαστε εμείς και στην άλλη το παιδί. Η γέφυρα αυτή, λοιπόν, θα πρέπει να χτιστεί με πολλή προσπάθεια και πείσμα, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ένας σεισμός μπορεί να είναι καταστροφικός. Η γέφυρα είναι ένα κατασκεύασμα που πολλές φορές χρειάζεται να το χτίζουμε ξανά και ξανά.