Ο Movsesian (1967) βρήκε παρόμοια αποτελέσματα με παιδιά Α, Β και Γ Δημοτικού. Τα ευρήματα αυτών των ερευνών μπορεί να εξηγηθούν από το γεγονός ότι η εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου συντελεί στην ανάπτυξη της ακουστικής-λεκτικής μνήμης. Μια έρευνα που έγινε σε ενήλικες μουσικούς έδειξε ότι η συγκεκριμένη ομάδα παρουσίαζε πιο ανεπτυγμένη την αριστερή κροταφική περιοχή του εγκεφάλου, περιοχή που σχετίζεται με την επεξεργασία των ακουστικών πληροφοριών. Αυτή η ομάδα μπορούσε να θυμάται κατά 17% περισσότερες λεκτικές πληροφορίες σε σχέση με την ομάδα χωρίς μουσική εκπαίδευση. Τα ευρήματα αυτά επιβεβαίωσε μια έρευνα του Ho et al (2003) σε 90 ανήλικα αγόρια ηλικίας 9-15 ετών. Η πειραματική ομάδα σημείωσε καλύτερη ακουστική μνήμη σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, και μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι όσο μεγαλύτερη ήταν η διάρκεια της μουσικής εκπαίδευσης τόσο καλύτερα ήταν τα ποσοστά της ακουστικής μνήμης.
Σε μια έρευνα (Καραπέτσας, Λασκαράκη & Ζυγούρης, 2011) με 36 παιδιά ηλικίας 9-12 ετών εκ των οποίων τα 18 μάθαιναν κάποιο μουσικό όργανο, ενώ τα υπόλοιπα 18 δεν είχαν λάβει μουσική εκπαίδευση, πέρα από τη μία ώρα εβδομαδιαίως που διδάσκονται μουσική στο πλαίσιο του σχολείου. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας έδειξαν ότι τα κορίτσια εμφανίζουν στατιστικά υψηλή σημαντική διαφορά ως προς τα αγόρια στην εργαζόμενη μνήμη. Επίσης, οι διαφορές που σημειώθηκαν στην ακουστική εργαζόμενη μνήμη είναι στατιστικά υψηλά σημαντικές για τα παιδιά που είχαν λάβει μουσική εκπαίδευση. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής μας παραπέμπουν στη θεωρία της ελλειμματικής ακουστικής επεξεργασίας και διάκρισης, σύμφωνα με την οποία βασική αιτία για την εκδήλωση αναγνωστικών δυσκολιών θεωρούνται πιθανά ελλείμματα στην ακουστική επεξεργασία.
Οι μουσικές δεξιότητες μπορούν να λειτουργήσουν ως προγνωστικοί δείκτες της αναγνωστικής ικανότητας των παιδιών. Η ικανότητα διάκρισης του τονικού ύψους σχετίζεται με την ανάγνωση και την ικανότητα εντοπισμού διαφορών μεταξύ των γλωσσικών ήχων. Υπάρχει, επίσης, συσχέτιση μεταξύ φωνημικής ενημερότητας και μουσικής δεκτικότητας. Η συσχέτιση αυτή προκύπτει από τις κοινές ακουστικές δεξιότητες που απαιτούνται για τον εντοπισμό, την επεξεργασία και το χειρισμό τόσο των γλωσσικών ήχων που απαρτίζουν τις λέξεις όσο και των μουσικών ήχων. Τα παιδιά με δυσλεξία παρουσιάζουν δυσκολίες που σχετίζονται με την αντίληψη και τη διάκριση του τονικού ύψους, καθώς και του ρυθμού. Σε μια πρόσφατη έρευνα (Καραπέτσας & Λασκαράκη, 2014) μελετήθηκε η μουσική δεκτικότητα σε παιδιά με δυσλεξία. Συμμετείχαν 90 μαθητές Δημοτικού, εκ των οποίων οι 45 είχαν διαγνωστεί με δυσλεξία από δημόσιο φορέα και παρακολουθούσαν τμήμα ένταξης και οι υπόλοιποι 45 ανήκαν στην ομάδα ελέγχου παιδιών χωρίς δυσλεξία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν σημειώθηκαν στατιστικά υψηλές σημαντικές διαφορές ως προς τα φύλο και ως προς την τάξη-ηλικία των παιδιών.
Αντίθετα, σημειώθηκαν υψηλές διαφορές των τυπικών αναγνωστών στο σύνολο των δοκιμασιών. Ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις των παιδιών με δυσλεξία σημειώθηκαν στην ακουστική δοκιμασία, δηλαδή στην άσκηση όπου καλούνταν να βρουν τη λέξη που δεν ομοιοκαταληκτεί. Αυτό το εύρημα επιβεβαιώνει την ελλειμματική φωνολογική αποκωδικοποίηση των παιδιών με δυσλεξία που οφείλεται στην αδυναμία επεξεργασίας των ακουστικών ερεθισμάτων.
Κατερίνα Αγγέλη
Φιλόλογος, ΜSc Παιδοψυχολογίας