Η σωστή επικοινωνία με τους γονείς ως σημαντικό βήμα ενός θεραπευτικού πλάνου

Η σωστή επικοινωνία με τους γονείς είναι ένα από τα σημαντικότερα βήματα ενός θεραπευτικού πλάνου. Η ολοκληρωμένη ενημέρωση τους, οι προτάσεις που κάνουμε, η εξατομικευμένη καθοδήγηση καθώς και η επαναξιολόγηση όλων αυτών που έχουν συμβεί είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.

 

Παρακάτω, ακολουθεί μία λίστα με κάποιες σκέψεις (και πιθανά λάθη) που μπορεί να εμποδίζουν την όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη επικοινωνία μας με τους γονείς.

 

1. Η πόρτα

 

Σε όλα τα πλαίσια εργασίας (ακόμη και στα ιδιαίτερα στο σπίτι) η πόρτα είναι ίσως η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη συνεδρία και τους γονείς. Η πόρτα δημιουργεί δύο διαφορετικούς κόσμους που τρέχουν παράλληλα – ο μέσα χώρος που πραγματοποιείται η συνεδρία και ο έξω χώρος μέσα στον οποίο οι γονείς αναμένουν. Ο τρόπος συμπεριφοράς των θεραπευτών κατά το τέλος της συνεδρίας ίσως να αποκτούσε μία άλλη φόρμα, εάν έστω και για μία φορά οι θεραπευτές ήταν αυτοί που θα βρίσκονταν από την άλλη μεριά της πόρτας.

 

2. Ο Λόγος

 

Κάθε χρόνο, πηγαίνοντας σε ένα γιατρό για να κάνω γενικές εξετάσεις, μου μιλά με έννοιες όπως τα αιμοσφαίρια, η κρεατινίνη, LDL και HDL ή και ΤΚΕ. Πέρα από το ότι δεν καταλαβαίνω τι μου λέει (προσπαθώντας, ωστόσο, να δείξω το κατάλληλο ενδιαφέρον), στο τέλος πάντα ζητώ να μου εξηγήσει και τι σημαίνουν όλα αυτά γιατί δεν έχω καταλάβει τίποτα. Το ότι είναι γιατρός δεν θα το αμφισβητούσα ποτέ, είτε μου μίλαγε με αυτές τις ορολογίες είτε με απλά λόγια. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να αναφερθώ παραπάνω ώστε να γίνει ο κατάλληλος συσχετισμός για τη δική μας περίπτωση (βέβαια, σίγουρα συμφωνώ στο ότι σε πολλές περιπτώσεις οι ορολογίες και ένας άλλος τρόπος συμπεριφοράς μπορεί να χρειάζεται και με το παραπάνω).

 

3. Η Αμφισβήτηση

 

Πολλοί γονείς ή και παιδιά (καθώς και άλλοι επαγγελματίες) μπορεί να μας αμφισβητήσουν αρκετές φορές. Αυτό μπορεί να συμβεί για διαφόρους λόγους, όπως η ηλικία, μία συμπεριφορά ή ακόμη και για μία γνώμη μας πάνω σε ένα θεραπευτικό θέμα. Ο τρόπος αντιμετώπισης μας, λοιπόν, πάνω στα πλαίσια της δουλειάς ίσως να ξεφύγει εκφράζοντας θυμό ή και λύπη. Η καταλληλότερη στάση είναι η ηρεμία και η εξήγηση των λόγων (με εμπεριστατωμένα παραδείγματα και καταστάσεις) για τους οποίους δεν θα πρέπει να υπάρχει η αμφισβήτηση αυτή.

 

4. Η Αυθεντία

 

Κι όμως… λυπάμαι που θα το πω, αλλά δεν είμαστε αυθεντίες. Δεν τα ξέρουμε όλα, δεν μπορούμε να έχουμε άποψη για όλα και σίγουρα δεν είμαστε οι κατάλληλοι θεραπευτές για όλα τα παιδιά. Η ικανότητα μας να παραδεχτούμε την άγνοια μας αλλά και η η ειλικρίνεια που απαιτείται για να πούμε ότι «συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να αναλάβω το παιδί σας γιατί δεν ξέρω το πως», είναι δύο χαρακτηριστικά ενός δυνατού και σωστού επαγγελματία.

 

5. Η Μόδα

 

Το γεγονός ότι πολλοί από εμάς έχουμε παρακολουθήσει μεταπτυχιακά, σεμινάρια και εκπαιδεύσεις σε διαφόρους μεθόδους και τεχνικές, δεν σημαίνει ότι έχουμε εξειδίκευση και πάνω σε σευγκεκριμένα είδη αναπηρίας. Η αισθητηριακή ολοκλήρωση, για παράδειγμα, δεν χρησιμοποιείται για όλα τα περιστατικά αλλά και ούτε για ένα συγκεκριμένο είδος αναπηρίας – χρησιμοποιείται ως μέθοδος θεραπείας και όχι ως ένα μοναδικό και ανεξάρτητο εργαλείο. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες τέτοιες τέτοιες μεθόδους/τεχνικές/εργαλεία όπως συστήματα εναλλακτικής επικοινωνίας, θεατρικό παιχνίδι, Peer education, γνωσιακό-συμπεριφορικό δράμα κοκ.

 

6. Η Καθοδήγηση

 

Ένα ή δύο πενηντάλεπτα δεν φτάνουν για να εκπαιδεύσουμε το κάθε παιδί σύμφωνα με τον επιθυμητό στόχο. Μπορεί να είμαστε οι θεραπευτές αλλά το παιδί βρίσκεται μαζί μας ελάχιστες ώρες μέσα στην εβδομάδα. Δε γίνεται, λοιπόν, να θεωρούμε ότι μόνοι μας μπορούμε να καταφέρουμε πολλά, ενώ επί της ουσίας βρισκόμαστε εκεί για να σχεδιάζουμε την κατάλληλη πορεία. Η καθοδήγηση που θα δόσουμε στους γονείς είναι αυτή που θα φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Γι αυτό το λόγο στο τέλος κάθε συνεδρίας μπορούμε να ενημερώνουμε σχετικά με το τι έγινε, αλλά υποχρέωσή μας είναι να πληροφορούμε σχετικά με το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γίνει μέχρι και την επόμενη μας συνάντηση.

 

7. Το Περιβάλλον

 

Ο γονιός που φέρνει το παιδί στη συνεδρία δεν είναι ο μόνος που υπάρχει στο περιβάλλον του παιδιού. Πρέπει να είμαστε σε θέση να ζητάμε όλο το οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού ώστε να γνωρίσουμε τα ερεθίσματα, τις απόψεις αλλά και τον καθημερινό τρόπο ζωής τους. Δεν είναι χάσιμο χρόνου εάν ζητήσουμε από τα αδέρφια του παιδιού να έρθουν σε μία συνεδρία για να παίξουμε όλοι μαζί. Δεν είναι υποτιμητικό να βάλουμε τη μαμά ή και τον μπαμπά μέσα σε μία συνεδρία για να δούμε την αλληλεπίδραση τους αλλά και τον τρόπο επικοινωνίας τους.

 

8. Η Απόκρυψη

 

Η πόρτα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μπορεί να αποτελεί μία διαχωριστική γραμμή, αλλά πολλές φορές είναι και ένας τρόπος ώστε το παιδί να μπορεί να συγκεντρωθεί, να επενδύσει και να εμπιστευτεί. Το κλείσιμο της, λοιπόν, θα πρέπει να έχει στόχο – όπως θα πρέπει να έχει στόχο και το άνοιγμα της. Δεν χρειάζεται να φοβόμαστε, λοιπόν, την είσοδο του γονιού μέσα στην αίθουσα. Μπορούμε να τον φωνάξουμε μέσα ώστε να δει, να αντιγράψει, να μάθει, να ακούσει αλλά και (γιατί όχι;) να επέμβει με ένα δομημένο τρόπο.

 

Κατανοητό γίνεται πως η επικοινωνία με τους γονείς ή κηδεμόνες είναι ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό μίας πλήρως εξατομικευμένης παρέμβασης. Οι ανοιχτοί δίαυλοι, η ηρεμία καθώς και η σωστή ενημέρωση και από τις δύο πλευρές είναι μερικά παραδείγματα μίας εποικοδομητικής επικοινωνίας.

 

Παναγιώτης Μπαρμπαγιάννης

Εργοθεραπευτής 

Εμψυχωτής Παιδαγωγικής Θεάτρου και Θεατρικού Παιχνιδιού