Οι εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών με μερική ή ολική απώλεια όρασης

Οι εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών με μερική ή ολική απώλεια όρασης είναι ουσιαστικά οι ίδιες με εκείνες που ισχύουν για όλους τους μαθητές και ενδεικτικά παραπέμπουν στην επικοινωνία, στις κοινωνικές δεξιότητες, στις δεξιότητες καθημερινής διαβίωσης, στην κινητικότητα και τον προσανατολισμό, στις ακαδημαϊκές γνώσεις.

 

Ωστόσο ο χρόνος κατάκτησής τους ποικίλλει, ανάλογα με την ηλικία και την ανάπτυξη του εκάστοτε μαθητή. Ως εκ τούτου, οι υπηρεσίες που απαιτούνται διαφέρουν, ενώ υπάρχουν χρονικές περίοδοι για τους περισσότερους μαθητές που ο χρόνος έξω από την κοινή τάξη είναι εκτεταμένος, όταν για παράδειγμα αρχίζουν την ανάγνωση της Braille, ή όταν πρέπει να τονιστούν δεξιότητες ανεξάρτητης διαβίωσης, ή να γίνει επέκταση των δεξιοτήτων στην κινητικότητα και τον προσανατολισμό. Τέτοιες ευκαιρίες για μάθηση μπορεί να απαιτήσουν την έξοδο για κάποιες ώρες από την κοινή τάξη ή την τοποθέτηση σε μια ειδική τάξη για κάποιο χρονικό διάστημα.

 

Η κατάλληλη τοποθέτηση για κάθε μαθητή καθορίζεται από τους εκπαιδευτικούς σκοπούς και στόχους που εντοπίζονται στο εξατομικευμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα (ΕΕΠ) και θεωρείται τη δεδομένη στιγμή η πιο επιθυμητή και λιγότερο περιοριστική για το μαθητή διαδικασία. Αναμφισβήτητα, η περιορισμένη όραση επηρεάζει τη διαδικασία μάθησης. Ωστόσο, η διαφοροποίηση του εκάστοτε παιδαγωγικού προγράμματος θεωρείται απαραίτητη για την ικανοποίηση των εκπαιδευτικών αυτών αναγκών, οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

 

Η ανάπτυξη εννοιών

 

Για τους μαθητές με μερική ή ολική απώλεια όρασης, η ευαισθητοποίηση των υπολειπόμενων αισθήσεων αποτελεί μία αναγκαιότητα. Επιπλέον, χρειάζονται ειδική εκπαιδευτική παρέμβαση για την ανάπτυξη οπτικών εννοιών (λ.χ. τοπολογικές έννοιες).

 

Επικοινωνία

 

Η ανάπτυξη ειδικών δεξιοτήτων για τη χρήση εξειδικευμένου εξοπλισμού και εποπτικών μέσων εκπαίδευσης, εναλλακτικών μεθόδων και μέσων εκμάθησης (π.χ. μηχανές braille, CD player, talking books, κοκ) είναι επιτακτική, προκειμένου να επιτευχθεί η όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη επικοινωνία με άτομα του περιβάλλοντος.

 

Κοινωνικές και συναισθηματικές ανάγκες, ψυχολογικές συνέπειες

 

Η απώλεια όρασης συχνά επηρεάζει την αυτοπεποίθηση και ως εκ τούτου την αυτογνωσία του παιδιού. Κατά συνέπεια μειώνει, πιθανόν και αποκλείει την ενασχόλησή του με ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Για τον λόγο αυτό και η ανάγκη για κοινωνικοποίηση, για συναισθηματική εκπαίδευση, για ψυχαγωγία αλλά και για σεξουαλική διαπαιδαγώγηση θεωρούνται εξίσου σημαντικές. Αξίζει να σημειωθεί, πως η δυσκολία εντοπίζεται περισσότερο στους μαθητές που έχουν χάσει πρόσφατα την όρασή τους και λιγότερο στους εκ γενετής τυφλούς, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν τη σημασία της όρασης. Ωστόσο, η επίγνωση των εν λόγω αναγκών καθορίζεται από τον βαθμό εκείνο που ένας μαθητής αντιλαμβάνεται και αποδέχεται τη δυσκολία της όρασής του.

 

Ανάγκες που έχουν σχέση με τις υπόλοιπες αισθήσεις και την αντίληψη όπως και κίνηση μελών του σώματος

 

Πιθανόν το παιδί με μερική ή ολική απώλεια όρασης να χρειαστεί να εξασκήσει τις ικανότητές του αναφορικά με την κίνηση και κινητικότητα, την κατάλληλη θέση του σώματός του, το σωματικό σχήμα, την πλευρίωση, την ισορροπία, τη δύναμη.

 

Ανάγκες που σχετίζονται με την κινητικότητα και τον προσανατολισμό

 

Η απώλεια όρασης συνήθως επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο οι μαθητές μαθαίνουν για το χώρο που τους περιβάλλει και λειτουργούν μέσα σε αυτόν. Συνεπώς, θεωρείται επιτακτικό να αποκτήσουν ειδικές δεξιότητες για να κατανοήσουν και να προσανατολιστούν ή να πλοηγηθούν με ασφάλεια σε διαφορετικούς περιβάλλοντες χώρους, να μετακινηθούν, να ταξιδέψουν, να παίξουν ανεξάρτητα και με ασφάλεια μέσα σε ανοίκεια περιβάλλοντα, να γνωρίζουν τη θέση που βρίσκονται σε σχέση με τον περίγυρό τους.

 

Η τάξη και οι υπόλοιποι σχολικοί χώροι πρέπει να είναι έτσι οργανωμένοι προκειμένου να μπορούν να κινούνται σε αυτούς οι μερικώς βλέποντες ή ολικώς τυφλοί μαθητές , όπως ακριβώς μπορούν και οι υπόλοιποι συμμαθητές τους που έχουν φυσιολογική όραση. Η ελεύθερη κίνηση μέσα στο σχολείο είναι ένας βασικός παράγοντας για την επιτυχημένη ένταξη, αφού αυξάνει τις θετικές σχολικές εμπειρίες.

 

Διάφορα είδη συστημάτων κινητικότητας είναι διαθέσιμα, όπως οδηγοί με φυσιολογική όραση, μπαστούνια, σκύλοι καθοδήγησης, ηλεκτρονικές συσκευές, κ.ά. Οι εκπαιδευτές στην κινητικότητα και τον προσανατολισμό είναι αυτοί που πρέπει να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με την κατάλληλη συχνότητα και τη διάρκεια βοηθώντας στην επιλογή του καλύτερου συστήματος που αρμόζει σε κάθε μαθητή. Ο δάσκαλος των μαθητών με προβλήματα όρασης μπορεί να μοιραστεί την ευθύνη για την ενίσχυση των δεξιοτήτων που έχει κατακτήσει ο μαθητής στον προσανατολισμό και την κινητικότητα.

 

Δεξιότητες αυτόνομης διαβίωσης

 

Με στόχο να μπορεί να ικανοποιεί βασικές καθημερινές ανάγκες, ένα παιδί με μερική ή ολική απώλεια όρασης πρέπει να εκπαιδευτεί στην εξάσκηση ικανοτήτων, για τις οποίες ένα παιδί χωρίς προβλήματα όρασης συνήθως παραδειγματίζεται οπτικά από τον ενήλικα. Ειδικότερα, θα πρέπει να γνωρίζει να φροντίζει την ατομική του υγιεινή, να ντύνεται, να φροντίζει τα ρούχα του, να ετοιμάζει φαγητό, να μάθει να τρώει δίχως βοήθεια, να διαχειρίζεται τα χρήματά του, να χρησιμοποιεί τις τηλεπικοινωνίες, να εξασκεί δεξιότητες γραπτής επικοινωνίας, να αντιλαμβάνεται τις χρονικές αλλαγές.

 

Η διδασκαλία, ανεξάρτητα από το πλαίσιο, πρέπει να παρέχεται από επαγγελματίες που αφενός έχουν πιστοποίηση στη Braille αφετέρου κατέχουν κατάλληλη κατάρτιση για να διδάξουν μαθητές με προβλήματα όρασης. Ειδικότερα:

 

  1. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να έχει γνώση της γενικής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης της μεθοδολογίας στην διδασκαλία της ανάγνωσης, των μαθηματικών και άλλων γνωστικών αντικειμένων.
  2. Επιπλέον θα πρέπει να γνωρίζει τις τεχνικές για την προσαρμογή του προγράμματος σπουδών για εμπειρίες που προσλαμβάνονται μέσω της όρασης, ώστε οι έννοιες που διδάσκονται με προσαρμοσμένη διδακτική μεθοδολογία και υλικά να παραμένουν οι ίδιες.

 

Η απώλεια της όρασης ενδεχομένως οδηγήσει σε καθυστερημένη ανάπτυξη των εννοιών, η οποία, χωρίς αποτελεσματική παρέμβαση επηρεάζει σοβαρά την κοινωνική, συναισθηματική, ακαδημαϊκή και επαγγελματική ανάπτυξη του μαθητή. Τα παιδιά μαθαίνουν μέσα από εναλλακτικά μέσα, χρησιμοποιώντας τις υπόλοιπες αισθήσεις τους, ενώ συχνά απαιτούν εξατομικευμένη διδασκαλία δεδομένου ότι η ομαδική δε μπορεί να παρέχεται με ουσιαστικό τρόπο για την εκμάθηση εξειδικευμένων δεξιοτήτων. Δεδομένου ότι ένα σοβαρό πρόβλημα όρασης περιορίζει σημαντικά την απόκτηση πληροφοριών μέσα από τυχαία γεγονότα, δεδομένου ότι συχνά δεν αντιλαμβάνονται ανεπαίσθητες δραστηριότητες που συμβαίνουν στο περιβάλλον τους, πιθανόν χρειαστούν εξειδικευμένες δεξιότητες ή τεχνικές (π.χ. πολυαισθητηριακές), καθώς και εξειδικευμένα βιβλία, υλικά και εξοπλισμός για τη μάθηση μέσα από εναλλακτικές καταστάσεις.

 

Τομείς του αναλυτικού προγράμματος που απαιτούν μοναδικές στρατηγικές ή προσαρμογές για τους μαθητές με μερική ή ολική απώλεια όρασης περιλαμβάνουν την ανάπτυξη εννοιών, ακαδημαϊκές γνώσεις, τις δεξιότητες επικοινωνίας, αισθητηριακές / κινητικές δεξιότητες, κοινωνικές / συναισθηματικές δεξιότητες, τον προσανατολισμό και την κινητικότητα, δεξιότητες καθημερινής διαβίωσης, επαγγελματικές δεξιότητες και τη χρήση της υπολειπόμενης όρασης.

 

Οι εκπαιδευτικές ανάγκες που σχετίζονται με τα προβλήματα όρασης πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη στην εκπαίδευση των μαθητών που έχουν μία ή περισσότερες αναπηρίες. Στην περίπτωση αυτή οι απαιτήσεις αυξάνονται, αφού πρόκειται για την εκπαίδευση των μαθητών με πολλαπλές αναπηρίες που απαραιτήτως πρέπει να περιλαμβάνει μια πολυαισθητηριακή και διεπιστημονική προσέγγιση, η οποία να συνδυάζει τη γνώση, την εμπειρία και κυρίως τη φαντασία και δημιουργικότητα των ειδικών για την αντιμετώπιση των πολύπλοκων αναγκών των μαθητών αυτών. Γ

 

Για να ανταποκριθεί λοιπόν το Σχολείο στις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών με μερική ή ολική απώλεια όρασης, πρέπει να υπάρχει μια πλήρης σειρά από επιλογές, όσον αφορά στο πρόγραμμα και στις υπηρεσίες. Βασικός στόχος θεωρείται πάντα το δικαίωμα ως προς την πλήρη συμμετοχή σε μια κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς. Η ποιοτική εκπαίδευση αναγνωρίστηκε ως το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτού του στόχου. Το 1906, ιδρύθηκε στην Ελλάδα ο «Οίκος Τυφλών», σε αναγνώριση του γεγονότος ότι τα παιδιά που ήταν τυφλά είχαν την ικανότητα να μαθαίνουν και να γίνονται ανεξάρτητα. Σήμερα, οι περισσότεροι μαθητές με προβλήματα όρασης φοιτούν στα γενικά σχολεία με παράλληλη στήριξη και στα Ειδικά Σχολεία Τυφλών ανά την Ελλάδα.

 

Ωστόσο, υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία, ότι οι μαθητές δεν λαμβάνουν τις υπηρεσίες που απαιτούνται, προκειμένου να αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες για να ενταθούν με επιτυχία στο Σχολείο. Επειδή μάλιστα παρακολουθούν το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών για να πληρούν τις απαιτήσεις για αποφοίτηση, είναι πολύ δύσκολο να παρέχονται αυτές οι πρόσθετες εξειδικευμένες δεξιότητες όταν είναι πλήρως ενταγμένοι, ιδιαίτερα σε μια εποχή όπου οι εξειδικευμένες υπηρεσίες στήριξης έχουν μειωθεί λόγω των περικοπών της χρηματοδότησης και την έλλειψη εκπαιδευτικών. Επιπλέον, οι πόροι συχνά δεν είναι διαθέσιμοι για την παροχή των εξειδικευμένων βιβλίων, υλικών όπως και υποστηρικτικής τεχνολογίας που απαιτείται, γεγονός που δυστυχώς οδηγεί στην αποτυχημένη συνεκπαίδευσή τους.

 

Κατερίνα Ταβουλάρη 

Ειδική Παιδαγωγός M.Εd. Πανεπιστήμιο Αθηνών – Πανεπιστήμιο Λονδίνου