Κοινωνικοποίηση και Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες

Συστηματικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι μαθητές με Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες (ΕΜΔ) μπορεί να αντιμετωπίζουν προβλήματα και στην κοινωνική εξέλιξή τους, δηλαδή στην προσαρμογή και στην ενσωμάτωσή τους στο κοινωνικό-σχολικό περιβάλλον.

Ωστόσο, είναι γνωστό ότι οι δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζουν στις κοινωνικές τους σχέσεις οι μαθητές με ΕΜΔ μπορεί να επιδεινώσουν τις μαθησιακές τους δυσκολίες, γι’αυτό το λόγο και στον ορισμό των Ειδικών Μαθησιακών Δυσκολιών (National Joint Committee on Learning Disabilities, 1990) αναφέρεται η πιθανότητα συνύπαρξής τους με προβλήματα κοινωνικής αλληλεπίδρασης. 

 

Θα αναρωτιόταν, όμως κανείς “που μπορεί να οφείλονται τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μαθητές με ΕΜΔ στον κοινωνικό τομέα;”. Στο παραπάνω ερώτημα η απάντηση πρέπει να στηριχτεί και στη σκέψη, ότι η διαμόρφωση των σχέσεών τους, με τους συνομηλίκους, τους γονείς και τους καθηγητές τους διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην κοινωνικοποίησή τους. Το σχολείο και η οικογένεια θεωρούνται ως δυο πρωταρχικοί κοινωνικοποιητικοί μηχανισμοί και θα πρέπει να προσεγγίζουν και την κοινωνική διάσταση πιθανών μαθησιακών προβλημάτων. Η συμβολή τόσο των εκπαιδευτικών, όσο και των γονέων στην αντιμετώπιση των προβλημάτων κοινωνικοποίησης που αντιμετωπίζουν τα παιδιά με ΕΜΔ είναι -και θα είναι- καίριας σημασίας. Παρόλα αυτά πολύ συχνά παρατηρούμε ότι οι μαθητές με ΕΜΔ που βιώνουν τη σχολική αποτυχία συναντούν την αποδοκιμασία των οικογενειών, των καθηγητών και των συμμαθητών τους και έτσι μπορεί να παρουσιάζουν προβλήματα συμπεριφοράς, τα οποία θέτουν εμπόδια στις κοινωνικές τους σχέσεις, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο.

 

Με βάση τις βιβλιογραφικές αναφορές είναι γνωστό ότι ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς αναγνωρίζουν, αιτιολογούν και κατανοούν τις ΕΜΔ του παιδιού τους φαίνεται να επιδρά καθοριστικά στη πορεία και την κοινωνική προσαρμογή του, αλλά και να προσδιορίζει την ποιότητα των διαπροσωπικών του σχέσεων και του περιβάλλοντός του (Δροσινού, 2005). Τόσο η γονεϊκή συμπεριφορά, όσο και η συνοχή του οικογενειακού πλαισίου αποτελούν παράγοντες, που επηρεάζουν την κοινωνική λειτουργία του παιδιού, ενώ οι αυξημένες, μη ρεαλιστικές απαιτήσεις και προσδοκίες των γονέων δημιουργούν πίεση στα παιδιά, με αποτέλεσμα την επιδείνωση των ήδη υπαρχόντων δυσκολιών, αλλά και τη δημιουργία νέων (Γεωργίου, 2000; Τσοβίλη, 2003).

 

Η αυστηρότητα των γονέων επιφέρει υποεπίδοση των παιδιών με ΕΜΔ και αρνητικά αποτελέσματα στη σχέση τους (Ravenette, 1979). Μάλιστα, σε έρευνες (Chapman & Boersma, 1979; Heaton, 1996) έχει φανεί ότι οι γονείς συχνά επηρεάζονται από τα προβλήματα των παιδιών τους και αισθάνονται άγχος, ανησυχούν για το μέλλον τους, γίνονται ανυπόμονοι, επικριτικοί, απορριπτικοί, σκληροί, απογοητεύονται και θυμώνουν, ενώ μπορεί να επιρρίψουν την ευθύνη στο μαθητή και να καταφύγουν σε συγκρίσεις, δυσχεραίνοντας τη μεταξύ τους σχέση. Καταλήγουμε, επομένως, στο συμπέρασμα ότι ο μαθητής δεν βρίσκει την αναμενόμενη βοήθεια που περιμένει, έρχεται σε σύγκρουση-προστριβή με το γονιό και η παραίτηση είναι η πιο πιθανή διέξοδός του.

 

Από την άλλη πλευρά, οι σχέσεις με τους συνομήλικους εντός και εκτός σχολείου αποτελούν αρωγό για την κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών με ΕΜΔ. Έρευνα (Sarbonie & Kauffman, 1986) έχει δείξει ότι οι μαθητές με ΕΜΔ περιθωριοποιούνται και απομονώνονται κοινωνικά από τους συμμαθητές τους, καθώς οι τελευταίοι δεν τους αποδέχονται εύκολα. Επίσης, οι μαθητές με ΕΜΔ βιώνουν τραυματικές εμπειρίες, εξαιτίας της στάσης των συμμαθητών τους, οι οποίοι ορισμένες φορές τους κοροϊδεύουν, τους απορρίπτουν και τους αγνοούν (Mercer, 1987). Οι μη αποτελεσματικές σχέσεις και η απόρριψη των παιδιών από την ομάδα των συνομηλίκων επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την κοινωνικοποίησή τους. Σε αυτό το σημείο ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι σημαντικός, καθώς το κλίμα αποδοχής και προσδοκιών που καλλιεργεί μέσα στην τάξη μπορεί να επηρεάσει την κοινωνική αποδοχή και την κοινωνικοποίηση των μαθητών με ΕΜΔ (Vaughn et al., 1998).

 

Ο εκπαιδευτικός πρέπει να ενισχύει το παιδί, ώστε να αισθανθεί ασφαλές και αποδεκτό. Τα προβλήματα που παρουσιάζονται στη σχέση εκπαιδευτικού-μαθητή μπορούν να αναστείλουν την πρόοδο του τελευταίου και να δημιουργήσουν έντονα προβλήματα κοινωνική του ανάπτυξη (Ζακοπούλου, 2002). Οι σχέσεις τους ποικίλουν ανάλογα με τις μεθόδους και τις τεχνικές που χρησιμοποιεί ο εκπαιδευτικός για να ενθαρρύνει τα παιδιά με ΕΜΔ, καθώς και τις δεξιότητες συμβουλευτικής που τον διακρίνουν. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να εμπιστεύονται, να αποδέχονται, να θέτουν λογικούς στόχους, να είναι υποστηρικτικοί, να μην πιέζουν τα παιδιά με ΕΜΔ (Smith et al., 1998; Τσοβίλη, 2003), να αντιλαμβάνονται τις διαφορετικές ανάγκες τους και να προσαρμόζουν διαφορετικά μοντέλα διδακτικής και μεθοδολογίας. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η στάση του εκπαιδευτικού απέναντι στους μαθητές με ΕΜΔ μπορεί να επηρεάσει όλη τη τάξη, καθώς λειτουργεί ως πρότυπο μίμησης για τα υπόλοιπα παιδιά και η συμπεριφορά του μπορεί να διευκολύνει ή και όχι τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης (Galloway, 1981).

Συμπερασματικά είναι φανερό πως ο μαθητής με ΕΜΔ αναπτύσσεται σε περιβάλλοντα, που οι σχέσεις τους μαζί του συμβάλλουν καθοριστικά στην κοινωνική του ανάπτυξη ή ανεπάρκεια (Αντωνιάδου & Μπίμπου-Νάκου, 2006).

 

Βάγια Σταυρουλάκη