Ο επιστημονικός αυτός κλάδος εξετάζει, γενικώς ειπείν, τις σχέσεις ανάμεσα στο φύλο και τη γλώσσα, για να ανακαλύψει βεβαίως ότι και η γλώσσα έχει φύλο, και μάλιστα αρσενικό! Θα δούμε παρακάτω παραδείγματα της «αρσενικής» γλώσσας, αφού πρώτα σημειώσουμε ότι έχουν υπάρξει στην ιστορία της επιστήμης σημαντικοί γλωσσολόγοι, οι οποίοι κατέληξαν σε αφοπλιστικού μισογυνισμού «επιστημονικά» πορίσματα. Για παράδειγμα, ο Edward Sapir (1884-1939), σπουδαίος και διάσημος Αμερικανός γλωσσολόγος, μελετώντας ως παράδειγμα τη γλώσσα nootka, κατέταξε την ομιλία των γυναικών στους... ανώμαλους τύπους ομιλίας που εμφανίζονται σε «χοντρούς, νάνους, καμπούρηδες, κουτσούς, μωρά και γυναίκες»!
Στη γλώσσα μας, έχουμε αρσενικό και θηλυκό γένος, τόσο γραμματικό όσο και φυσικό. Η διάκριση του γένους γίνεται είτε με λεξιλογικό τρόπο (πατέρας-μητέρα), είτε με τις καταλήξεις (κομμωτής-κομμώτρια), είτε με το άρθρο (ο/η γιατρός). Βέβαια, η σχέση ανάμεσα στο φυσικό και στο γραμματικό γένος είναι εν πολλοίς αυθαίρετη: το φεγγάρι είναι ουδέτερο στην ελληνική γλώσσα, αρσενικό στη γερμανική (der Mond), θηλυκό στη γαλλική (la lune) κ.ο.κ. Ομως, από την άλλη πλευρά, μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι η γη είναι θηλυκού γένους σχεδόν σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, αφού συμβολίζει πάντα τη Μητέρα Γη, η οποία γεννά και παράγει. Ωστόσο, ο ήλιος είναι σχεδόν πάντα αρσενικού γένους...
Ας ρίξουμε, όμως, μερικές ματιές σε γλωσσικά σημάδια που υποδηλώνουν υπεροχή του αρσενικού, από την καθημερινή χρήση της γλώσσας. Ζώα δυνατά και επιβλητικά είναι συχνότερα αρσενικού γένους (ο λέων, ο ελέφαντας, ο καρχαρίας, ο αετός, ο βόας), ενώ τα πιο μικρά και θεωρούμενα απεχθή, πονηρά ή μοχθηρά είναι συχνότερα θηλυκά (η αλεπού, η ύαινα, η σουπιά, η αράχνη, η κατσαρίδα, η οχιά). Αρσενικοί, επίσης, είναι οι περισσότεροι ισχυροί άνεμοι (βοριάς, νοτιάς, σιρόκος) αλλά και οι ποταμοί (Αλιάκμονας, Πηνειός, Αξιός, Αχελώος), ενώ τα δέντρα που γεννούν καρπούς είναι συνήθως θηλυκά (λεμονιά, πορτοκαλιά) όπως και τα περισσότερα λουλούδια. Ως «σκύλος» προσδιορίζεται ο σκληρός, εργατικός άντρας, ενώ η «σκύλα» αποτελεί βρισιά για κάθε γυναίκα.
Πολλά επαγγέλματα θεωρούνται εκ φύσεως αρσενικά κι επομένως υπάρχουν μεγάλες γλωσσικές δυσκολίες στον προσδιορισμό τους, όταν ασκούνται από γυναίκες. Ετσι, ενώ λέμε πλέον η γιατρίνα, η δικαστίνα, η βουλευτίνα, η στρατιωτίνα, ακόμα δεν έχουν ωριμάσει γλωσσικά η φιλολογίνα, η υπαλληλίνα, η πιλοτίνα και πάρα πολλά άλλα. Θα χρειαστεί ακόμα χρόνος για να καταλήξει η γλωσσική ζύμωση σε μία από τις μορφές: η συγγραφέας, η συγγράφισσα (πρόταση Κριαρά), η συγγραφέας, η συγγραφίνα. Προς το παρόν, τα τρία τελευταία μάς φαίνονται αστεία ή γλωσσικοί βαρβαρισμοί.
Λεξιλογικά, τώρα, έχουμε πολλά και εντυπωσιακά παραδείγματα όπου γυναίκες δεν υπάρχουν. Π.χ. λέγοντας «όλοι οι Ελληνες είναι στο πλευρό σας» εννοούμε τους Ελληνες και τις Ελληνίδες, ομολογώντας ότι είναι περιττή η ρητή αναφορά -με το θηλυκό γένος- στις γυναίκες. Τη διάκριση κάνουν μόνον οι πολιτικοί, στις δημόσιες ομιλίες τους, για ψηφοθηρικούς λόγους. Ενα πλοίο βυθίζεται πάντα «αύτανδρο», έστω κι αν οι μισοί επιβάτες είναι γυναίκες. Μια δημόσια υπηρεσία «επανδρώνεται» ακόμα κι όταν προσλαμβάνει γυναίκες. Εξ άλλου, μια εφεύρεση, μια ιδέα ή μια θεωρία, έχουν πάντα «πατρότητα», έστω κι αν προέρχονται από γυναίκα, ενώ στα πανεπιστήμια «οι φοιτητές αγωνίζονται...» ωσάν οι φοιτήτριες να έχουν εξαφανιστεί. Οταν χτυπά το τηλέφωνο ρωτάμε «ποιος είναι στο τηλέφωνο;» είτε είναι άντρας είτε γυναίκα. Αν ρωτήσουμε «ποια είναι στο τηλέφωνο;» υπονοείται ότι γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι είναι γυναίκα, διαφορετικά ελλοχεύει η παρεξήγηση. Λέμε «ο Γιάννης και η Αννα ήταν πολύ ευτυχισμένοι» και ποτέ «ο Γιάννης και η Αννα ήταν πολύ ευτυχισμένες» γιατί το δεύτερο είναι επιβαρυντικό για τον Γιάννη.
Μελετώντας διάφορα ζεύγη λέξεων (με εξαίρεση το «κυρίες και κύριοι»), διαπιστώνουμε ότι πάντα προηγείται το αρσενικό: Αδάμ-Εύα, γιος-κόρη, αδελφός-αδελφή, ως ισχυρότερο και σημαντικότερο. Πράγματι στα ζεύγη αντιθέτων συνηθίζουμε να βάζουμε πρώτο το θετικό: φως-σκοτάδι, πλούσιος-φτωχός, άσπρο-μαύρο. Οταν ο σύζυγος πεθάνει η σύζυγος ονομάζεται «Χ, χήρα του Ψ» ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, βεβαίως δεν λέμε «ο Χ, χήρος της Ψ».
Τα παραπάνω δεν συνιστούν βεβαίως κάποιας μορφής ιδιαιτερότητα της ελληνικής γλώσσας. Οπως προκύπτει από ένα πρόσφατο, μνημειώδες έργο (Hellinger, M. & Bussmann, H. Gender across Languages. Amsterdam: John Benjamins 2001-2003), τα δεδομένα από 30 γλώσσες αποκαλύπτουν ότι σε όλες η γυναικεία παρουσία δεν βαραίνει όσο η αντρική. Η γυναίκα προσδιορίζεται από την οπτική γωνία του άντρα και σε σχέση με αυτόν, ενώ, παράλληλα, οι γυναικείες ιδιότητες και δραστηριότητες προβάλλονται συνήθως ως κατώτερες των αντρικών.