Τι πρέπει να προσφέρει το σχολείο στον μαθητή του 21ου αιώνα;

Το ερώτημα είναι, συνεπώς, τι πρέπει να μαθαίνουν οι μαθητές στο σχολείο κάθε εποχή;

 Οι συνεχείς πολιτικο-κοινωνικές ανακατατάξεις, η εκρηκτική εξέλιξη των επιστημών, ιδίως των φυσικών, αλλά και η αναθεώρηση των κεκτημένων γνώσεων, δημιουργούν την αδήριτη ανάγκη ενός δυναμικού εκπαιδευτικού συστήματος, που θα καλύπτει το σύνολο των απαιτήσεων ενός σύγχρονου μαθητή-πολίτη του 21ου αιώνα. Η προετοιμασία ενός παιδιού για έναν κόσμο, που δεν υπάρχει ακόμα, δεν είναι εύκολο έργο για οποιονδήποτε εκπαιδευτικό και τον σχεδιαστή του ωρολογίου προγράμματος. 

Το ερώτημα είναι, συνεπώς, τι πρέπει να μαθαίνουν οι μαθητές στο σχολείο κάθε εποχή; Ποιες είναι οι κρίσιμες δεξιότητες που κάθε σπουδαστής χρειάζεται να επιβιώσει και να πετύχει στον κόσμο μας; Ποιες τα διακριτικά προσόντα, που θα αποτελέσουν αποτελεσματικά εφόδια, σε μια εποχή που αλλάζει και αναπτύσσεται τόσο γρήγορα; Και η απάντηση οφείλουμε να βασιστεί τόσο σε ευρεία, όσο και σε βαθιά βάση. Προφανώς, η εναρκτήρια κίνηση είναι η μελέτη λίγης πρόσφατης ιστορίας. Τι απαιτήσεις έχει η σύγχρονη κοινωνία από τους σημερινούς αποφοίτους των σχολείων; Πόσο συνεισέφερε το εκπαιδευτικό σύστημα στην επαρκή προετοιμασία των μαθητών, τότε, πριν από δεκαπέντε ή τριάντα χρόνια; Μάλλον η απάντηση δεν είναι και ιδιαίτερα κολακευτική για το σχολείο των παιδικών μας χρόνων.  Κυριολεκτικά, οι τότε ιθύνοντες έπασχαν από «πολιτική μυωπία», καθώς εκ του αποτελέσματος μπορούμε με ασφάλεια να σχολιάσουμε ότι ο ορίζοντάς τους ήταν, μονίμως, οι επόμενες εκλογές. 

Οι εποχές, όμως, έχουν αλλάξει άρδην. Οι σύγχρονοι μαθητές, πριν προσέλθουν στα θρανία, έχουν αποκτήσει δεξιότητες, που άλλοτε θα φάνταζαν εξωπραγματικές. Οι πηγές γνώσεις είναι, πλέον, τόσες πολλές και ποικίλες, που εγείρεται το ζήτημα της διαχείρισής τους. Τα ερεθίσματα, από την ημέρα της γέννησης, προέρχονται από απειράριθμες κατευθύνσεις και απαιτούν διαρκή εγρήγορση από τις αισθήσεις και τον εγκέφαλο. Ο τρόπος που αντιλαμβάνονται τα παιδιά σήμερα τις έννοιες παιχνίδι, γνώση, επαφή, κρίση, δράση, εφαρμογή, δεν έχουν καμία σχέση με τον τρόπο αντίληψης των προηγούμενων γενεών. Ένας τέτοιος μαθητής, είναι αναμενόμενο να έχει μεγάλες απαιτήσεις και προσδοκίες από τους εκπαιδευτές του. 

Και τι πρέπει να προσφερθεί σε αυτόν τον μαθητή; Για να δούμε δυο ενδεικτικά παραδείγματα από το εξωτερικό. Το υπουργείο Παιδείας της Νέας Ζηλανδίας ορίζει ότι οι πέντε βασικές ικανότητες για τη διαβίωση και τη διά βίου μάθηση, που πρέπει να ικανοποιούν οι απόφοιτοι του εκπαιδευτικού της συστήματος, είναι:   κριτική σκέψη, άριστη  χρήση και κατανόηση της γλώσσας, των συμβόλων και των κειμένων, ικανότητα αυτοδιαχείρισης, συνεργασίας, συμμετοχής και συμβολής. Το International Baccalaureate, από το 1968, που δημιουργήθηκε, σχεδιάζει τα προγράμματά του για την ανάπτυξη καίριων πνευματικών, προσωπικών, συναισθηματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων. Το IB προτείνει ότι οι τελειόφοιτοι πρέπει, μεταξύ άλλων, να κατέχουν: γνώση, ερευνητική ικανότητα, κριτική σκέψη, επικοινωνιακές δυνατότητες, διάθεση για αναζήτηση νέας γνώσης και αναθεώρηση της παλαιάς, προσωπική ισορροπία, ενδιαφέρον για τα κοινά και τον συνάνθρωπο, διάθεση για ρίσκο κλπ. Η αναζήτηση στη διεθνή βιβλιογραφία των κριτηρίων που οφείλει να ικανοποιεί ο απόφοιτος του σχολείου, λίγο πολύ δίνει τα ίδια συμπεράσματα: δυνατότητα επίλυσης σύνθετων προβλημάτων σε πραγματικό χρόνο, με χρήση ορθά σχεδιασμένων πρακτικών, σε ψηφιακό και μη περιβάλλον, προληπτικές ικανότητες, ανάληψη πρωτοβουλιών, αναλυτική και συνθετική σκέψη,  συνεργατικότητα, αποδοχή της κριτικής και η διάθεση για βελτίωση και αυτοκριτική, προσαρμοστικότητα, κοινωνική και προσωπική ευθύνη, περιβαλλοντική συνείδηση, ενσυναίσθηση, ανοχή και συνειδητοποίηση της οικουμενικότητας. 

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού, που καλείται νε εργαστεί σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν μπορεί να αυτός του κλασικού αναμεταδότη γνώσης. Ο στατικός τρόπος διδασκαλίας, με την «αυθεντία» στην έδρα να παπαγαλίζει το μοναδικό σύγγραμμα –κι αυτό κακογραμμένο- και τους βαριεστημένους δέκτες να προσποιούνται ότι παρακολουθούν, δεν μπορεί να αποδώσει σε παιδιά, που εκ των συνθηκών έχουν εκπαιδευτεί στη συνεχή κινητικότητα και την μετάβαση από το ένα αντικείμενο στο άλλο, με ρυθμούς πολυβόλου. Κανένας μαθητής στην ιστορία της εκπαίδευσης δεν είναι όπως ο σύγχρονος. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο, ενεργητικό και με τεχνολογική εξοικείωση άτομο. Στον εκπαιδευτικό, σήμερα, οφείλεται να παρέχεται η ευελιξία να αναπτύξει τις γνώσεις, τις δεξιότητες, το χαρακτήρα, αλλά, και κυρίως, τη μεταγνώση. Ο εκπαιδευτικός, ουσιαστικά καλείται να διδάξει το μαθητή το πώς να μαθαίνει, να κρίνει διεπιστημονικά και να εξατομικεύει από το πλήθος των πληροφοριών που του προσφέρονται.  

Μέσω ποιων διδακτικών αντικειμένων, όμως, θα κληθεί ο εκπαιδευτικός να συνεργαστεί με το μαθητή; Η έλλειψη κινήτρων και η ανία των μαθητών σήμερα, αποδεικνύουν ότι τα ωρολόγια προγράμματα απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητά τους και τις ανάγκες τους. Ερωτήσεις όπως: «πόση ιστορία πρέπει να διδαχθούν και ποια;», «μήπως είναι σημαντικότερη η εκμάθηση της στατιστικής από τη γεωμετρία;», «ποια μαθηματικά πρέπει να γνωρίζει ο μαθητής, τελικά;», «έχει νόημα η εμμονή στη μηχανική, την εποχή της πυρηνικής φυσικής και της αστροφυσικής;», «ποιες φυσικές επιστήμες διδάσκουμε, σε ποια έκταση και ποιο βάθος;», «πως διδάσκω ξένες γλώσσες στη γενιά του facebook και του youtube;», «πως διδάσκω τη γλώσσα, ώστε να μην κοιμούνται ομαδικά;», «θρησκεία ή θρησκειολογία και πως;», «νέες ειδικότητες, όπως μέσα επικοινωνίας, ρομποτική, επιχειρηματικότητα, κυβερνητική κλπ, πρέπει να εισαχθούν και σε ποιο βαθμό;», «οι τέχνες πως διδάσκονται; και ποιες τέχνες;», «πως κατανοείται η διεπιστημονικότητα;», «πως θα καλυφθεί ο επιστημονικός αναλφαβητισμός;», όπως και πληθώρα σχετικών ερωτήσεων, δεν είναι και τόσο εύκολο να απαντηθούν, ακόμα και θεωρητικά. Κι ακόμα πιο δύσκολη είναι η πρακτική επίλυσή τους, ιδίως όταν το κοινό σου είναι πολυμελές, ετερόκλητο και με αποκλίνουσες δυνατότητες.  Ακόμα παραπέρα, πως θα μεταφέρουμε στους μαθητές αξίες όπως η ηθική, η ανοχή, η προσαρμοστικότητα, η ακεραιότητα, η δικαιοσύνη, η ενσυναίσθηση; Οι αξίες αυτές δε διδάσκονται, ούτε επιβάλλονται. Είναι αναπόσπαστο τμήμα της Παιδείας που οφείλει το σχολείο να προσφέρει, μέσω της ουσιαστικής εκπαίδευσης. Κι ας είμαστε στοιχειωδώς ρεαλιστές, η εκπαίδευση, ιδίως στις ανώτερες βαθμίδες, δεν μπορεί να αποκοπεί από  τα κοινωνικά και εργασιακά περιβάλλοντα. Μέσω της εκπαίδευσης, πραγματικής εκπαίδευσης, μεταφέρεις την Παιδεία. 

Η εκπαίδευση των μαθητών στη δημιουργικότητα, την κριτική σκέψη (σε όλες τις εκφάνσεις της), την επικοινωνία και τη συνεργατικότητα (τα γνωστά “4C”), δεν είναι ένας ευσεβής πόθος. Είναι οι προϋποθέσεις για την αποτελεσματική απορρόφηση της γνώσης και την απόδοση στην εργασία στο διηνεκές. Πως, όμως, θα αλλάξει ένα παρωχημένο, αδιάφορο και υπερφορτωμένο πρόγραμμα σπουδών; Πως θα ξεφύγει από την  ομογενοποίηση, που αγνοεί τις προσωπικές ανάγκες και τις τοπικές ιδιαιτερότητες; Ποια θα είναι η αλληλουχία των μαθημάτων, ώστε ο μαθητής να εξελίσσεται τόσο ατομικά όσο και ομαδικά; Πόσος σχολικός χρόνος απαιτείται, τη στιγμή που προσπαθούμε να μειώσουμε την παρουσία των μαθητών στο σχολείο, εξοικονομώντας προσωπικό; Και πόσο έτοιμο και επαρκές είναι το προσωπικό αυτό, που έχει εθιστεί στους πιο οπισθοδρομικούς και αναποτελεσματικούς τρόπους διδασκαλίας και ελέγχου των μαθητών, αρνούμενο να προσαρμοστεί στις ανάγκες των καιρών; Μπορούν μερικά σεμινάρια, με το γνωστό τρόπο που πραγματοποιούνται, να αλλάξουν κάτι, έστω και ελάχιστα; Ο σχεδιασμός του σχολείου δεν μπορεί να βασίζεται στο προσωπικό που περισσεύει, αλλά σε εκείνο που απαιτείται και μπορεί να ανταποκριθεί στις ορατές προκλήσεις. Προσωπικό, που επί του παρόντος, και μόνο στο άκουσμα της λέξης «αξιολόγηση» προσβάλλεται από πολλαπλά εγκεφαλικά, αν και το ίδιο καλείται να κρίνει τα νέα παιδιά, δεν έχει σημασία αν πρόκειται για βαθμό ή περιγραφή, χωρίς να αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα του ρόλου του. Υπάρχει η πολιτική τόλμη για μεταβολές στο προσωπικό, τόσο ως προς την οργάνωση όσο και ως προς τη σύνθεση; 

Πότε θα πραγματοποιηθούν όλες αυτές οι προσαρμογές; Πότε θα συζητήσουμε τι πρέπει να προσφέρουμε στο μαθητή του 21ου αιώνα; Ουσιαστικά, όχι προσχηματικά. Η διαρκής αναβολή και αποφυγή ανάληψης της πολιτικής ευθύνης, μεταφέροντας απλά το πρόβλημα στους επόμενους, έχει φθάσει σε οριακό σημείο. Δεν μπορεί να προστατευτεί το σχολείο, πλέον, από την εξωσχολική έμμισθη κάλυψη των αδυναμιών του. Στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον του 21ου αιώνα, που θα ενταθεί ακόμα περισσότερο στο άμεσο μέλλον, καλείται να διαδραματίσει τον πιο σύνθετο και απαιτητικό ρόλο που είχε ποτέ. Οι απόφοιτοί του πρέπει παράλληλα να αποκτήσουν τις δεξιότητες, την προσωπικότητα και το ήθος για την ατομική και επαγγελματική εξέλιξη, οπουδήποτε και οποτεδήποτε χρειαστεί στο οικουμενικό χωριό. Δημιουργώντας, έτσι, τις προϋποθέσεις για καλύτερες κοινωνίες. 

Η ευελιξία και προσαρμογή του σχολείου στις πραγματικές συνθήκες και απαιτήσεις είναι θέμα ατομικής προόδου και εθνικής επιβίωσης. Κι αυτός πρέπει να είναι ο γνώμονας των όποιων επιλογών. Άλλωστε, επί της ουσίας, έτσι δεν ήταν πάντοτε; 

Υ.Γ. Αφορμή για το κείμενο ήταν το άρθρο του τέως γ.γ. του Υπουργείου Παιδείας Δ. Χασάπη, στην εφημερίδα «Αυγή» στις 19/07, σχετικά με το ποια μαθηματικά πρέπει να διδάσκονται οι μαθητές σήμερα.