Θεραπεία της Δυσλεξίας

Η θεραπευτική αντιμετώπιση της δυσλεξίας είναι δυνατή σε οποιαδήποτε ηλικία, ανεξάρτητα από τη βαρύτητα και το είδος της δυσλεξίας.

 

Αυτό ισχύει μόνο όταν πρόκειται για θεραπευτική αντιμετώπιση και όχι για βοήθεια ή ενισχυτική διδασκαλία.

 

Δηλαδή όταν θεραπεύουμε όχι τα συμπτώματα αλλά την παθολογία, από την οποία προέρχονται αυτά τα συμπτώματα, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για θεραπευτική αντιμετώπιση της δυσλεξίας.

 

Από την άλλη πλευρά η αποκατάσταση ή βοήθεια στο δυσλεξικό παιδί απλά και μόνο είναι μία ενισχυτικού τύπου παιδαγωγική διαδικασία, η οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη θεραπεία της δυσλεξίας, ενώ από την άλλη πλευρά πολλές φορές καταπονεί χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα το δυσλεξικό παιδί, ή τα αποτελέσματα είναι ελάχιστα μπροστά στο κόστος σε κόπο και σε ψυχικό επίπεδο.

 

Η ενισχυτική διαδικασία σε παιδαγωγικό επίπεδο του παιδιού με μαθησιακές δυσκολίες τύπου δυσλεξίας δεν έχει ουσιαστικά καμία αξία, έστω και αν στις πολύ μικρές τάξεις του Δημοτικού σχολείου είναι δυνατόν να δείχνει ότι υπάρχουν κάποια αποτελέσματα, αλλά πάντα σε παιδαγωγικό επίπεδο.

 

Η ενισχυτική διαδικασία σε ένα δυσλεξικό παιδί, το οποίο δεν υστερεί καθόλου σε επίπεδο νοημοσύνης, είναι μία επιπλέον καταπόνηση του ήδη καταπονημένου αυτού παιδιού, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει και έναν αρνητισμό για οποιαδήποτε μαθησιακή διαδικασία, είτε μέσα στο σχολικό περιβάλλον, είτε αλλού.

 

Σημαντικό ρόλο βέβαια στη δημιουργία αυτού του αρνητισμού παίζει και το οικογενειακό περιβάλλον, η διαπαιδαγώγηση, η προσοχή και το ενδιαφέρον που δείχνουν οι γονείς του.

 

Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι το παιδί σε αυτές τις μικρές ηλικίες χρειάζεται και το παιχνίδι, πράγμα που για πολλούς λόγους στην εποχή μας έχει περιοριστεί κατά πολύ. Ένας από τους λόγους αυτούς κάποιες φορές είναι και η ενισχυτικού τύπου βοήθεια σε περιπτώσεις παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες τύπου δυσλεξίας.

 

Από την άλλη πλευρά αν μιλάμε για θεραπευτική αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών τύπου δυσλεξίας, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, όχι τα συμπτώματα, αλλά την πηγή, την αιτιολογία των συμπτωμάτων.

 

Και αυτή η πηγή, ή αιτιολογία, των συμπτωμάτων δεν είναι άλλη από κάποιες δυσλειτουργίες σε επίπεδο εγκεφαλικών λειτουργιών, στις οποίες μπορούμε να επέμβουμε και να τις τροποποιήσουμε θετικά.

 

Αυτό σημαίνει ότι με αυτή τη θεραπευτική διαδικασία, θα πρέπει σταδιακά τα συμπτώματα των δυσκολιών τα οποία παρατηρούνται σε όλα τα επίπεδα, μαθησιακό και ψυχοκοινωνικό να έχουν μία σταδιακή υποχώρηση, και η απόδοση του συγκεκριμένου παιδιού να τροποποιείται θετικά.

 

Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει, όπως είναι λογικό, να γνωρίζουμε την εγκεφαλική λειτουργικότητα του συγκεκριμένου παιδιού, και με βάση αυτή να δημιουργήσουμε το ανάλογο επεμβατικό θεραπευτικό πρόγραμμα, το οποίο και θα αποδώσει τα αναμενόμενα, δηλαδή τη σταδιακή καλυτέρευση όλων των δυσχερειών.

 

Άλλωστε η χρήση και η μελέτη ενός Ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, μέσω του οποίου θα μελετήσουμε σε διαγνωστικό επίπεδο τη συμπτωματολογία των μαθησιακών δυσκολιών τύπου δυσλεξίας, θα μας βοηθήσει και μετά τη λήξη της όλης θεραπευτικής δραστηριότητας.

 

Θα τονίσουμε βέβαια ότι μετά το πέρας της θεραπευτικής δραστηριότητας, είναι πιθανόν, ανάλογα και με την ηλικία του παιδιού, να χρειαστεί μία παιδαγωγικού τύπου παρέμβαση, με την έννοια της συμπλήρωσης των μαθησιακών κενών που έχουν δημιουργηθεί στο συγκεκριμένο παιδί από τις προηγούμενες τάξεις.