και περιγράφει την ικανότητα που έχουμε να κατανοούμε τι μπορεί να σκέφτεται ένας άλλος άνθρωπος, τα πιστεύω του, τα συναισθήματά του, τις προθέσεις και τις επιθυμίες του. Βάσει αυτής της κατανόησης, όσοι άνθρωποι έχουμε καλά αναπτυγμένη Θεωρία του Νου μπορούμε να κάνουμε προβλέψεις για τη συμπεριφορά αυτού του άλλου ανθρώπου. Έτσι καταφέρνουμε να αναπτύσσουμε φιλίες, συνεργασίες, γνωριμίες και σχέσεις, να συζητάμε με άλλους ανθρώπους, να συμμετέχουμε σε κάθε έκφανση της καθημερινής ζωής.
Πιο συγκεκριμένα, η Θεωρία του Νου αφορά στην κατανόηση εκ μέρους μας ότι:
Κάθε άνθρωπος μπορεί να έχει διαφορετικά πιστεύω ή να βλέπει κάτι από διαφορετική οπτική γωνία. Έτσι για παράδειγμα όλοι οι άνθρωποι με καλά αναπτυγμένη Θεωρία του Νου κατανοούν ότι δεν ψηφίζουμε όλοι το ίδιο κόμμα, δεν έχουμε όλοι την ίδια άποψη για το φαγητό, δεν πιστεύουμε όλοι τα ίδια πράγματα για την εκκλησία, την εκπαίδευση, την ιατρική κ.ο.κ. Όταν οι περισσότεροι άνθρωποι συζητούν μεταξύ τους, μπορούν σχετικά γρήγορα να αντιληφθούν τις διαφορές αυτές και αναλόγως να προχωρήσουν τη συζήτηση, προσπαθώντας για παράδειγμα να πείσουν τον συνομιλητή για το δικό τους δίκιο (ότι π.χ. οι σουπιές με σπανάκι είναι τέλειο φαγητό ή ότι η κυβέρνηση πρέπει να μειώσει τους φόρους) ή να δουν το θέμα από τη δική του οπτική (ότι π.χ. το σπανάκι τους προκαλεί αηδία ή ότι η κατάσταση της χώρας δεν επιτρέπει μειώσεις στους φόρους). Σε κάθε περίπτωση όμως αναγνωρίζουν και κατανοούν το γεγονός ότι μπορεί οι ίδιοι και ο συνομιλητής να έχουν διαφορετικές απόψεις. Ένα άτομο με ελλείψεις στη Θεωρία του Νου ενδέχεται να πιστεύει ότι η δική του άποψη είναι η μοναδική άποψη και ο δικός του τρόπος να βλέπει τα πράγματα είναι ο μοναδικός που υπάρχει. Ένα τέτοιο άτομο είναι δύσκολο να διατηρήσει διάλογο, καθώς αδυνατεί να αντιληφθεί τα επιχειρήματα της απέναντι πλευράς, να τα συζητήσει, να τα διαπραγματευτεί, να τα αντικρούσει. Για το άτομο αυτό η αλήθεια είναι συχνά μία και αδιαπραγμάτευτη.
Κάθε στιγμή οι άνθρωποι έχουν συναισθήματα, τα οποία μάλιστα μπορεί να είναι εμφανή στο πρόσωπό μας (π.χ. χαμόγελο, συνοφρύωμα, τρέμουλο, κοκκίνισμα) ή ακόμα και στο σώμα μας (π.χ. νευρικό περπάτημα, ζωηρό περπάτημα, χτύπημα ποδιού στο πάτωμα, καμπούριασμα). Οι άνθρωποι με καλά αναπτυγμένη Θεωρία του Νου αντιλαμβάνονται αυτές τις ενδείξεις και αναλόγως προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους. Για παράδειγμα, αν πούμε κάτι και ο συνομιλητής μας κοκκινίσει και σκύψει το κεφάλι, θα αντιληφθούμε ότι τον φέραμε σε δύσκολη θέση και είτε θα ζητήσουμε συγγνώμη είτε θα αλλάξουμε θέμα γρήγορα. Αν ο συνομιλητής συνοφρυωθεί και σταυρώσει τα χέρια του, θα αντιληφθούμε ότι είπαμε κάτι που δεν του άρεσε και είτε θα ρωτήσουμε π.χ. “τι έγινε; Σου φαίνεται τόσο περίεργο αυτό που λέω; Να το συζητήσουμε”. Είτε θα αλλάξουμε και πάλι θέμα. Στα παραδείγματα αυτά ένα άτομο με δυσκολία στη Θεωρία του Νου πιθανό είναι να συνεχίσει να μιλά χωρίς να έχει αντιληφθεί τη δυσφορία που έχει προκαλέσει στον συνομιλητή, δυσκολεύοντας έτσι την ανάπτυξη διαλόγου ή ακόμα και σχέσης μαζί του.
Ένας άνθρωπος μπορεί να έχει μια συγκεκριμένη πρόθεση απέναντί μας η οποία είναι εμφανής στον τρόπο που μας κοιτά ή φέρεται. Π.χ. κινείται απειλητικά απέναντί μας, μας κοιτά με θυμό και σηκώνει το χέρι για να μας χτυπήσει. Ή μας κοιτάει με αγάπη, λέει “πόσο μου έλειψες” και απλώνει τα χέρια για να μας αγκαλιάσει. Άτομα με καλά αναπτυγμένη Θεωρία του Νου θα απομακρυνθούν γρήγορα από μια επικίνδυνη κατάσταση, ενώ αντίθετα θα ανταποδώσουν την αγκαλιά στον άνθρωπο που τους αγαπάει. Άτομα με δυσκολία στη Θεωρία του Νου, όμως, μπορεί να παραμείνουν σε μια απειλητική συνθήκη βάζοντας σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή τους. Ή μπορεί να μην αντιληφθούν και άρα να μην ανταποδώσουν μία γλυκιά χειρονομία, εκπέμποντας έτσι μια ψυχρότητα προς τον άνθρωπο που προσπαθεί να τους προσεγγίσει.
Κάθε άνθρωπος έχει προσωπικές επιθυμίες που μπορεί να είναι εμφανείς από τη συμπεριφορά του ή να τις εκφράζει λεκτικά, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Έτσι για παράδειγμα, μπορούμε να πούμε στο σύντροφό μας “Τι ωραίο που θα ήταν ένα ταξίδι στη Ρώμη!” και εκείνος να καταλάβει αμέσως τι υπονοούμε. Ένα άτομο με δυσκολία στη Θεωρία του Νου δεν θα μπορέσει να ‘διαβάσει’ την κρυφή επιθυμία που κρύβει αυτή μας η πρόταση. Αν και αυτό μπορεί να ακούγεται…βολικό μερικές φορές (“Αγάπη μου, δεν κατάλαβα ότι ήθελες να πάμε στη Ρώμη και έκλεισα να πάμε στο εξοχικό με τους γονείς μου και τους θείους μου”), είναι ωστόσο πρόβλημα όταν δεν είναι επιλεκτικό αλλά οφείλεται σε μια διαταραχή, όπως ο αυτισμός.
Αυτισμός και Θεωρία του Νου
Είναι προφανές ότι η ζωή μας και η καθημερινότητά μας ορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις δεξιότητες που έχουμε να καταλαβαίνουμε την ‘νοητική κατάσταση’ κάθε άλλου ανθρώπου, δηλαδή από τη Θεωρία του Νου. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η κοινωνική μας συναλλαγή ορίζεται από τη Θεωρία του Νου. Έρευνες δείχνουν ότι τα άτομα με αυτισμό έχουν φτωχή Θεωρία του Νου. Έχουν μεγάλες δυσκολίες ή καθυστέρηση στο να κατανοήσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα των άλλων. Δυσκολεύονται ή αργούν σημαντικά να κατανοήσουν το γεγονός ότι διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί να βλέπουν τα πράγματα από διαφορετική οπτική γωνία, ανάλογα με τις εμπειρίες και τα βιώματά τους. Οι δυσκολίες αυτές φαίνεται να εμποδίζουν το άτομο με αυτισμό να επικοινωνήσει και να αλληλεπιδράσει αποτελεσματικά. Αυτό μπορεί να προκαλεί τριβές στην κοινωνική συναλλαγή και να δυσκολεύει την ικανότητα του ατόμου να συνάπτει ή να διατηρεί διαπροσωπικές σχέσεις (φίλους, συντρόφους, συναδέλφους κ.λπ). Επειδή η αποτελεσματική κοινωνική συναλλαγή είναι από τους πιο σημαντικούς στόχους ζωής για ένα άτομο με αυτισμό, είναι εξαιρετικά σημαντικό να εκπαιδεύουμε το αυτιστικό άτομο στις συγκεκριμένες δεξιότητες της Θεωρίας του Νου.
Η Θεωρία του Νου κατακτάται σταδιακά, με έναν πολύ προβλέψιμο τρόπο, μέσα από συγκεκριμένα στάδια. Αρχικά, στις μικρές ηλικίες το παιδί κατακτά τις βάσεις πάνω στις οποίες αργότερα το μυαλό θα χτίσει τη Θεωρία του Νου. Αυτές είναι:
Η προσοχή και η μίμηση (π.χ. ο μπαμπάς καρφώνει, κάνω κι εγώ ότι καρφώνω)
Η αναγνώριση των συναισθημάτων και η χρήση λέξεων για να τα περιγράψει (“χαρούμενος”, “θύμωσε”, “πονάει”)
Η συνειδητοποίηση του εαυτού κι ότι δεν αρέσουν σε όλους τα ίδια (π.χ. “η μαμά τρώει μαρούλι, αλλά εμένα δεν μου αρέσει”)
Η συνειδητοποίηση ότι οι επιθυμίες ή οι πράξεις έχουν συνέπειες (π.χ. “αν χύσω το γάλα μου, η μαμά θα θυμώσει”)
Η ικανότητα να προσποιούνται ότι είναι κάποιος άλλος (π.χ. να παίζουν το γιατρό, τον δάσκαλο, τον μάγειρα)
Σύμφωνα με σχετικές έρευνες, μεταξύ 4 και 5 ετών τα παιδιά αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τις σκέψεις και τα συναισθήματα των άλλων. Και τότε είναι που αρχίζει η πραγματική ανάπτυξη της Θεωρίας του Νου. Οι επιμέρους σχετικές δεξιότητες κατακτώνται με την ακόλουθη σειρά:
Το παιδί κατανοεί την “επιθυμία” (κάθε άνθρωπος μπορεί να επιθυμεί άλλα πράγματα και να δρα αντίστοιχα για να τα πετύχει).
Το παιδί κατανοεί τη “σκέψη” (κάθε άνθρωπος μπορεί να πιστεύει διαφορετικά πράγματα για το ίδιο θέμα. Επίσης, οι πράξεις μας βασίζονται στο τι πιστεύουμε ότι θα συμβεί).
Το παιδί κατανοεί ότι “για να ξέρω με βεβαιότητα κάτι, πρέπει να το δω πρώτα” (αν κάποιος δεν μπορεί να δει κάτι, μπορεί να μην ξέρει τι είναι. Θυμηθείτε το παράδειγμα με τον Γιαννάκη και το φορτηγό).
Το παιδί κατανοεί την έννοια της “ψευδούς γνώσης” (μερικές φορές οι άνθρωποι μπορεί να πιστεύουν κάτι, βάσει των όσων νομίζουν ότι ξέρουν. Θυμηθείτε το παράδειγμα με το τσίπουρο στο προηγούμενο άρθρο μας ή δείτε το πείραμα της σοκολάτας παρακάτω).
Το παιδί κατανοεί τα “κρυφά συναισθήματα” (οι άνθρωποι μπορεί να μη δείχνουν πάντα αυτό που αισθάνονται, να δείχνουν κάτι άλλο).
Η Θεωρία του Νου εξακολουθεί να εξελίσσεται και μετά τα 5 και για πολλά χρόνια, μέχρι και την ενήλικη ζωή. Σταδιακά τα παιδιά μαθαίνουν να μαντεύουν τι μπορεί να σκέφτεται ή να αισθάνεται ένας άλλος άνθρωπος. Αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τις πτυχές της γλώσσας που βασίζονται στην Θεωρία του Νου, όπως τα ψέματα, ο σαρκασμός, ο μεταφορικός λόγος (π.χ. “μου έσπασε τα νεύρα”, “ρίχνει καρεκλοπόδαρα”).
Πηγή: logodiktyo.gr