Η γλώσσα και η μοντέρνα γλωσσολογία

Απόσπασμα από το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, σελ. 194-200. Οι επισημάνσεις και οι εικόνες είναι του γράφοντος. Ερανιστής

 

Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης

 

[…] Η μοντέρνα γλωσσολογία άσκησε προς αυτήν την κατεύθυνση μεγάλη μεθοδολογική επιρροή πάνω στην εξέλιξη της κοινωνιολογίας και της εθνολογίας, γιατί ήταν η πρώτη  επιστήμη του ανθρώπου που διαμφισβήτησε ανοιχτά το πρωτείο της ιστορίας και της ιστορικής θεώρησης. Διαμορφώθηκε ακριβώς την εποχή όπου συντελούνταν σε πολλούς τομείς ταυτόχρονα η μετάβαση από το συνθετικό-έναρμονιστικό στο αναλυτικό-συνδυαστικό σχήμα σκέψης και απέκτησε εξαιρετική επιστημολογική σημασία ακριβώς επειδή άσκησε με αξιοπρόσεκτη σαφήνεια και συνέπεια τον παραμερισμό του ιστορικού-χρονικού παράγοντα, τη χωροποίηση της αντίληψης, την κατάτμηση ολοτήτων σε άτομα και το παιγνίδι των συνδυασμών.

 

Ώστε δίδεται το προβάδισμα στη συγχρονία γιατί μονάχα σ’ αυτήν υπάρχει σύστημα, γιατί μονάχα αύτη μπορεί να συλληφθεί και να παρουσιασθεί συστηματικά. Εξοβελίζοντας τον χρονικο-ιστορικό παράγοντα, η μοντέρνα γλωσσολογία θεωρεί τη γλώσσα ως αυτάρκες. όλο δομημένο με βάση τους δικούς του ειδοποιούς νομούς μονάχα έτσι συγκροτείται ως επιστήμη, Η επικέντρωση της επιστημονικής προσοχής στην εξέλιξη της γλώσσας μέσα στον ιστορικό χρόνο εμπο­δίζει ακριβώς, όπως λέγεται, να γίνει καθαρά αντιληπτή η συνοχή του συστήματος της γλώσσας, το όποιο εδράζεται στη συγχρονική αλληλεπίδραση των συστατικών του μερών όπως έχουν στη δεδομένη στιγμή, δηλαδή ανεξάρτητα από την ιστορία τους. Η περιπλοκότητα τούτης της αλληλεπίδρασης καθώς και η στενή αλληλεξάρτηση των συστατικών μερών του συστήματος καθιστούν αδύνατη την ταυτόχρονη διερεύνηση των σχέσεων εντός του συστήματος και των σχέσεων μέσα στον χρόνο. Η ανάλυση του συστήματος επηρεάζεται από την ιστορική προέλευση και ύφη των συστατικών του μερών εξ ίσου λίγο όσο λ.χ. και οι κανόνες στο σκάκι επηρεάζονται από το υλικό, από το όποιο είναι φτιαγμένα τα πιόνια. Εδώ δεν ενδιαφέρει η ομιλία στην πολυμορφία και στην ετερογένεια της, δηλαδή στις συγκεκριμένες ιστορικές της ρίζες, στην ατομικότητα και στην τυχαιότητά της, παρά η γλώσσα πέρα απ” όλες αυτές τις επόψεις και τις ερωτηματοθεσίες — η γλώσσα ως υπερατομική και απρόσωπη δομή, η οποία φέρει εντός της τους νόμους της διαμόρφωσης της.  Η αδρή εννοιολογική αντιπαράθεση ομιλίας και γλώσσας ολοκληρώνει εκείνη μεταξύ δια­χρονίας και συγχρονίας, επισφραγίζοντας την αποκοπή από την ιστο­ρία υπό τη γνωσιοθεωρητική μορφή μιας απόρριψης της εμπειρίας και μιας αντίστοιχης συνηγορίας υπέρ της καθαρής θεωρίας.

 

Ήδη η θεμελιώδης διάκριση ανάμεσα σε διαχρονία και συγχρονία εκφράζει την απόφαση της τελειωτικής αποκοπής από ιστορικά, ψυχολογικά η ανθρωπολογικά προσανατολισμένους τρόπους σκέψης και εργασίας. Αυτοί απορρίφτηκαν με τη διακήρυξη του απόλυτου πρωτείου της συγχρονικής θεώρησης, η όποια σήμαινε ότι η ύφη της γλώσσας μπορεί να συλληφθεί χωρίς την προσφυγή σε ιστορικούς παράγοντες (με την ευρεία έννοια), ενώ αντίθετα η διαχρονική σκοπιά δεν ανακαλύπτει την ύφη αυτήν, παρά μονάχα μια σειρά συχνότατα αστάθμητων και ασυνάρτητων συμβάντων, τα όποια επιδρούν τροποποιητικά πάνω στη γλώσσα. Στην έκταση που η διαχρονία γίνεται αντικείμενο έρευνας, τούτο δεν σημαί­νει διατήρηση η αναβίωση της ιστορικής μεθόδου, αλλά καταλήγει σε μια διερεύνηση του διαχρονικού στοιχείου με βάση την ίδια συστηματική που εφαρμόζεται και στη μελέτη του συγχρονικού. Η διαχρονική ανάλυση συνίσταται έτσι στη σύγκριση δύο η περισσότερων συγχρονιών και όχι σε μια γενετική και εξελικτική διερεύνηση της μετάβασης από τη μια στην άλλη. Γιατί γίνεται δεκτό ότι σε κάθε εξελικτική διαδικασία ενυπάρχει ένα σύστημα, το όποιο το βρίσκουμε όταν ανα- λύσουμε τη διαδικασία τούτη στα έσχατα συστατικά της και ακολού­θως ανασυγκροτήσουμε και καταγράψουμε όλους τους δυνατούς συν­δυασμούς τους· οι επί μέρους τροποποιήσεις του συστήματος δεν συ- νιστούν μερικές παραμορφώσεις του, οι όποιες βρίσκονται πάντοτε έξω από το σύστημα ως τέτοιο, παρά ένα καινούργιο σύστημα, απ” όπου προκύπτει ένα άλλο κ.ο.κ. Μια ιστορική θεώρηση, καθώς παραγνωρίζει το σύστημα που λανθάνει μέσα στην εξελικτική διαδικασία και καθώς καταγράφει απλώς συμβάντα σε ροη, βλέπει τα πράγματα ως κάτι το ατομικό και το μοναδικό, κι έτσι δεν μπορεί να δημιουργήσει επιστήμη ορθολογική και μεθοδικά ακριβή.

 

Όπως η μοντέρνα ζωγραφική αναζήτησε καθαρά χρώματα και καθαρές μορφές σε μιαν ιδεατή επικράτεια πέραν του κόσμου της εμπειρίας, έτσι και η μοντέρνα γλωσσολογία ξεκίνησε από την αντίληψη ότι υπάρχει ένα βαθύτερο επίπεδο της γλώσσας, όπου ξεθωριάζει η παρδαλή ποικιλία της εμπειρίας και εμφανίζονται τα απέριττα καθαρά στοιχεία ή δομές.

 

Η διατύπωση μιας γενικής θεωρίας για τη γλώσσα δεν αποτελεί λοιπόν, ή δεν αποτελεί κυρίως, έργο που μπορεί να πραγματοποιηθεί με εμπειρικά μέσα, αλλά πρόκειται μάλλον για εργασία σταθμιστική, για έναν λογισμό, ο όποιος μπορεί να ξεπεράσει τα όρια και τα κενά της εμπειρίας για να προσφέρει μιαν ελεύθερη από αντιφάσεις εξαντλητική περιγραφή της γλώσσας στην καθαρή της μορφή,  σε  ακραίες περιπτώσεις γίνεται μάλιστα αξιωματικά δεκτή η πλήρης α­νεξαρτησία από την εμπειρία και η απαγωγική μέθοδος. Αλλά, πέρα από την εκάστοτε χρήση και την εκάστοτε επιστημολογική αξιολόγηση της εμπειρίας, το νόημα της γενικής ροπής των μοντέρνων γλωσσολόγων προς ανιστορικές θεωρητικές κατασκευές ήταν ότι έτσι μπορούσε να τεθεί σε κίνηση μια συνδυαστική πάνω σε μιαν επιφάνεια καθαρισμένη από όλες τις ιστορικές ανωμαλίες.

 

Η απελευθέρωση από τη δέσμευση σε εμπειρικά και ιστορικά δεδομένα αυξάνει εξαιρετικά τις δυνατότητες συνδυασμού στοιχείων, των όποιων η απλότητα, η ανεξαρτησία και η κινητικότητα μπορούσαν κι αυτές ν” ανακαλυφθούν ή να επινοηθούν ακριβώς χάρη στην ίδια τούτην απελευθέρωση.

 

Η έννοια της δομής, που δια μέσου της μοντέρνας γλωσσολογίας έγινε χαρακτηριστικός όρος του μετααστικού πολιτισμού, προϋποθέτει πράγματι την αντίληψη ότι υπάρχουν έσχατα συστατικά μέρη η στοιχεία, από τη συναρμογή των οποίων προκύπτει η δομή. Δομή είναι ο τρόπος τούτης της συναρμογής, που όμως μπορεί και ν’ αλλάξει, εφ” όσον τα στοιχεία είναι κατ” αρχήν ισότιμα, ήτοι δεν είναι δεμένα σε κάποια αμετάβλητη Ιεραρχική τάξη.

 

Σ” αυτό έγκειται η αποφασιστική διαφορά της μοντέρνας έννοιας της δομής από την παραδοσιακή έννοια του Όλου, τα μέρη του οποίου έχουν μεταξύ τους εσωτερικές σχέσεις αναγόμενες σε ουσιακές ιδιότητες, με βάση τις όποιες το κάθε μέρος υποχρεωτικά καταλαμβάνει παγία θέση μέσα στο Όλο. Οι σχέσεις των στοιχείων εντός της δομής έχουν απεναντίας θεμελιώδη σημασία για τη δομή, γι αυτό και δεν πρέπει να συγχέονται με τις εσώτερες σχέσεις των μερών του Όλου, εφ” όσον δεν βαστάζονται ούτε προσδιορίζονται από ουσίες, παρά κατ” αρχήν είναι ανοιχτές. Η λογική της δομής παραμένει βέβαια δεσμευτική για όλα τα επί μέρους στοιχεία, όμως λόγω της ανεξαρτησίας και της ισοτι­μίας τούτων εδώ δεν κατέχει την ίδια θέση και αξία όπως το Όλο σε σχέση με τα μέρη του. Η δομή αποτελεί απλώς το άθροισμα των στοιχείων της, όταν αυτά έρχονται σε ορισμένες σχέσεις μεταξύ τους, και ακριβώς γι αυτό η περιγραφή της πρέπει ν” αρχίζει με την εύρεση των έσχατων συστατικών της στοιχείων, των όποιων οι αμοιβαίες σχέσεις ανασυγκροτούνται ακολούθως είτε ανασκοπικά είτε προκαταβολικά.

 

Το μεθοδολογικό ιδεώδες της μοντέρνας γλωσσολογίας ήταν να φτάσει αναλυτικά σ” έναν κατά το δυνατόν μικρότερο αριθμό στοιχειωδών μονάδων, οι οποίες έχουν αποφασιστική παρουσία σε όλες τις βαθμίδες της ανασυγκρότησης της γλώσσας και συνιστούν οιονεί τους άξονες των όλο και περιπλοκότερων μορφωμάτων της γλώσσας.

 

Από οντολογική άποψη φιλοδοξείται να αποφευχθεί κάθε θεωρία της απορροής και κάθε αρχετυπικός τρόπος σκέψης, με αλλά λόγια να παραχθεί η γλώσσα όχι από κάποια αόριστη πρωταρχική πηγή, παρά από λει­τουργίες, ήτοι από τον συνδυασμό όπλων στοιχείων, πίσω από τα οποία δεν βρίσκεται τίποτε άλλο. Εξ ου και η προσπάθεια να βρεθούν τα πράγματι έσχατα, πράγματι μη περαιτέρω αναγώγιμα στοιχεία και να μπουν στην αρχή, όπου όμως η αρχή νοείται λογικά και όχι πλέον ιστορικά. “Ορισμένοι γλωσσολόγοι θεώρησαν ανεπαρκή τον ορισμό της εσχάτης γλωσσικής ενότητας ως σημείου, ακριβώς επειδή πί­στευαν ότι η διάκριση μεταξύ signans και signatura, η όποια συμπο­ρεύεται με την έννοια του σημείου, θα αφαιρούσε από το σημείο την επιθυμητή απλότητα και μη αγωγιμότητα, ενώ επί πλέον θα έμπαζε και πάλι λαθραία στη γλωσσολογική ανάλυση τους εξοβελισμένους ιστορικούς παράγοντες, εφ” όσον το signatum αποτελεί μέγεθος ιστορικό και πολιτισμικό. Αν τα σημεία καθορίζονται από τις σχέσεις της γλώσσας προς εξωγλωσσικούς παράγοντες και όχι αποκλειστικά από τις εσωτερικές λειτουργίες της γλώσσας, αν είναι διασπασμένα εντός τους και αν ανάμεσα στη μορφή και στο περιεχόμενο τους ανοίγεται αγεφύρωτο χάσμα, τότε η γλώσσα, θεωρούμενη ως δομή, δεν μπορεί ν” αποτελέσει σύστημα σημείων το σύστημα της πρέπει λοιπόν να προκύψει από τον συνδυασμό των έσχατων εκείνων ενοτήτων, από τις οποίες συντίθενται τα ίδια τα σημεία και τις οποίες άλλωστε μπορού­με και να ονομάσουμε σημεία, αν θέλουμε οπωσδήποτε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο. Κάτω από την πίεση του αναλυτικού-συνδυαστικού τρόπου σκέψης εκτοπίσθηκε η σημασιολογία από τον χώρο της γλωσσολογίας, οπότε τούτη εδώ ταυτίστηκε με τη φωνητική. Έτσι μπόρεσαν να παραθερισθούν ριζικά oι ιστορικοί παράγοντες, καθώς έγινε η προσπάθεια να προσδιορισθούν οι εσώτερες γλωσσικές ιδιότητες των φθόγγων, ήτοι ο χαρακτήρας τους ως signantia. Η ποικιλία των εμπειρικά δεδομένων φθόγγων ανάχθηκε κι αυτή σε βασικά φωνήματα, τα οποία, όπως λέγεται, ριζώνουν σ” ένα αμετάβλητο και οικουμενικό ψυχολογικό σύστημα και ως τέτοια αποτελούν αρχικά αφηρημένες η τυπικές ενότητες ενεργοποιούμενες ακολούθως στα συ­γκεκριμένα εμπειρικά γλωσσικά φαινόμενα. Τούτη η Θεώρηση της γλώσσας ως συστήματος φωνητικών αρχέγονων στοιχείων η φωνημάτων αντιστοιχούσε με την επανανακάλυψη της λέξης, και μάλιστα της στερούμενης νοήματος, ως αυτόνομης ηχητικής και φθογγικής ενότητας στο πλαίσιο της μοντέρνας, και ιδιαίτερα της πρωτοποριακής λυρικής ποίησης· ό,τι σ’ αυτήν εμφανίσθηκε ως μπρουϊτισμος (bruitisme) Ισοδυναμεί στη γλωσσολογία με την απολυτοποίηση του φωνητικού στοιχείου. Δεν χρειάζεται να εξετάσουμε εδώ αν όλα αυτά σήμαναν ουσιαστικό κέρδος για την κατανόηση της γλώσσας η όχι,  καίρια παραμένει πάντως η διαπίστωση ότι  νέος τρόπος σκέψης επιχείρησε να κατακτήσει κατά το δυνατόν γρήγορα και ολοκληρωτικά όλους τους τομείς της πνευματικής παράγωγης.

 

Τώρα, είτε ως σημεία εννοηθούν οι γλωσσικές πρωτογενείς ενότητες είτε ως φωνήματα, πάντως αποτελούν έννοιες λειτουργικές, δηλαδή υπάρχουν μόνον όντος ενός συστήματος και προσδιορίζονται με βάση τις θετικές η αρνητικές τους σχέσεις προς τα υπόλοιπα συστατικά μέρη του ίδιου αυτού συστήματος. Η κατάσταση της γλώσσας εδράζεται εντελώς σε σχέσεις, η γλωσσική σχέση επισκιάζει απόλυτα το γλωσσικό γεγονός.

 

Οι πιο συνειδητές και συνεπείς τάσεις της μοντέρνας γλωσσολογίας τονίζουν ότι μέσα σε μια γλωσσική ολότητα από επιστημονική άποψη δεν υπάρχουν οι α ή οι β ουσίες, παρά μόνον εσωτερικές και εξωτερικές σχέσεις.

 

Η επιθυμία κατάλυσης της ουσίας διακατέχει τόσο έντονα το πνεύμα και τη μέθοδο των γλωσσολόγων, ώστε ενίοτε δεν θέλουν να θεμελιώσουν την επιστήμη τους ούτε στη σημασιολογία ούτε στη φωνητική, παρά θέλουν να τη μετατρέψουν σε μιαν άλγεβρα που θα έκανε τις πράξεις της ξεκινώντας από μεγέθη αυθαιρέτως ορισμένα και δίχως να ενδιαφέρεται για τις φυσικές ονομασίες. Τα αλγεβρικά αυτά μεγέθη, τα οποία στην αριθμητική υποκαθίστανται με διάφορους αριθμούς, είναι τα στοιχεία που αποτελούν το σύστημα της γλώσσας, καθώς καταλαμβάνουν εντός της ορισμένες θέσεις και συνδέονται μεταξύ τους κατά ορισμένο τρόπο. Τόσο ο αριθμός όσο και οι δυνατότητες σύνδεσης των στοιχείων αυτών δίδονται μια για πάντα και, καθώς δίδονται, συγκροτούν τη γλωσσική δομή, η οποία προηγείται από τη γλωσσική χρήση (δηλαδή από την πραγματοποίηση της α η β δυνατότητας, απ” όσες περιέχονται στη γλωσσική δομή).

 

Η γλώσσα μοιάζει με σκάκι η χαρτοπαίγνιο, όπου τα στοιχεία τα εκπροσωπούν τα πιόνια η τα χαρτιά και τη γλωσσική δομή την εκπροσωπούν οι κανόνες του παιγνιδιού, ενώ η γλωσσική χρήση αντιστοιχεί στην εκάστοτε διαφορετική εξέλιξη του παιγνιδιού, κατά την οποία με τα πιόνια η τα χαρτιά πραγματοποιού­νται όσοι συνδυασμοί είναι δυνατοί με βάση τους κανόνες του παιγνι­διού. Προφανώς, τα στοιχεία καθ” αυτά η ως ουσίες δεν σημαίνουν τίποτε αν δεν έρθουν σε ορισμένες σχέσεις μεταξύ τους, έτσι ώστε να προκύψουν ορισμένοι κανόνες του παιγνιδιού ή ορισμένες λειτουργίες. Η γλωσσολογία έχει λοιπόν ως έργο της την περιγραφή λειτουργιών, αδιάφορο αν προχωρεί αναλυτικά, αν δηλαδή κόβει τη γλώσσα σε κομμάτια ή αν ανασυγκροτεί τη γλώσσα ως συνολική δομή.  Η πρωτοκαθεδρία των λειτουργιών απέναντι στις ουσίες εντός της δομής οφείλεται στο ότι τα στοιχεία της δομής είναι εναλλάξιμα, έτσι ώστε οι δομές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ουσιακές οντότητες, όπως δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε και τα στοιχεία τους.

 

Η ανάγωγη της γλώσσας σε σημεία ή έσχατα στοιχεία, που ή δεν έχουν ιστορία ή η  Ιστορία τους είναι αδιάφορη, καθώς και το συνδυαστικό παιγνίδι με τούτα τα στοιχεία πάνω σε μιαν ενιαία επίπεδη επιφάνεια εν μέρει προδιέγραψαν κι εν μέρει συνόδευαν μεθόδους η τεχνικής, οι οποίες διαδοθήκαν με την κυβερνητική και με την υπολογιστική μηχανή, επηρεάζοντας βαθιά την καθημερινή ζωή και τις συνήθειες σκέψης της μαζικής δημοκρατίας. Η ανάλυση και η επεξεργασία της γλώσσας με τις μεθόδους της μοντέρνας γλωσσολογίας έπαιξε σημαντικό ρόλο σ” αυτήν την εξέλιξη, ακριβώς επειδή η γλώσσα από την υφή της είναι δεμένη σε σημεία κι αποτελεί το συνηθέστερο ή και το κατ” εξοχήν σύστημα σημείων, ανεξάρτητα από το πως ορίζονται εκάστοτε τα σημεία. Κάθε θεωρία για τα γλωσσικά σημεία αναγκαστικά διευρύνεται, λοιπόν, για να γίνει άμεσα ή έμμεσα γενική σημειωτική με ευρύτατες εφαρμογές. Η αποφασιστική τροπή συντε­λείται όταν το ποιοτικό μετατρέπεται σε ποσοτικό, η ουσία σε λει­τουργία, και όταν με βάση τούτη τη μετατροπή αρχίζει ένα παιγνίδι συνδυασμών δίχως κανένα όριο.

 

Η επιδίωξη να μεταβληθεί η γλωσσολογία σε άλγεβρα, όπως και η προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν πράξεις της συμβολικής λογικής για γλωσσολογικούς σκοπούς, είναι ενδεικτικές για την αύξουσα τάση πλήρους αποκοπής της γλώσσας από το ιστορικό η ψυχολογικό της περιεχόμενο, με το όποιο συνδεόταν κατά την αστική αντίληψη, και αναμόρφωσης της με γνώμονα την εξέλιξη και τις ανάγκες σε άλλους τομείς, όπου ο αναλυτικός-συνδυαστικός τρόπος σκέψης πρόβαλλε σε αμιγή μορφή.

 

Η αναγωγή της γλωσσικής ποικιλίας σε έσχατα στοιχεία επιβοηθεί την ποσοτικοποίηση του ποιοτικού και επιτρέπει να υπολογιστούν προκαταβολικά οι συνδυασμοί, όσοι είναι δυνατοί με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.  Η μετατροπή των πραγμάτων ή σημείων σε ποσότητες που μπορούν να συνδυασθούν και να εναλλάξουν χαρακτηρίζει τη μοντέρνα γλωσσολογία εξ ίσου όσο και την υπολογιστική μηχανή· αυτό άλλωστε έκαμε δυνατή και τη συνεργασία τους σε προβλήματα, όπως λ.χ. το πρόβλημα της μετάφρασης.

 

Κάτω απ” αυτές τις προϋποθέσεις, η μοντέρνα γλωσσολογία βρήκε σημεία επαφής με τις νεότατες προόδους της τεχνικής μέσα σ” έναν κόσμο που μαθηματικοποίεται αδιάκοπα. Βέβαια, η τεχνική δεν ανα­πτύχθηκε εξ αιτίας των αλλαγών στον χώρο των επιστημών του ανθρώπου, αλλά παράλληλα μ” αυτές και σε στενή συνάρτηση με τις μεταβολές στις φυσικές επιστήμες. Η μοντέρνα φυσική επιστήμη δεν υπήρξε ωστόσο από την πλευρά της απλή θεωρητική δεξαμενή προς χρήση της τεχνικής. Δημιούργησε μιαν ολόκληρη κοσμοεικόνα, όπου η συντριβή του άλλοτε αρμονικού Όλου σε έσχατα συστατικά μέρη και η νέα, κυρίως χωρική, αίσθηση του κόσμου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο.

 

Πηγή: https://piotita.gr