Τα τελευταία χρόνια ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού έχει διαγνωσθεί με δυσλεξία.
Η διάγνωση γίνεται συνήθως κατά τα πρώτα σχολικά χρόνια του παιδιού και κυρίως όταν αρχίζει να διαβάζει και να γράφει. Μια νέα έρευνα έρχεται να ανατρέψει τα όσα ξέραμε για το χρόνο της διάγνωσης μέχρι σήμερα και μας αποκαλύπτει πως η δυσλεξία μπορεί να διαγνωσθεί στο παιδί πολύ πριν αρχίσει να διαβάζει.
Οι ερευνητές του Νοσοκομείου Παίδων της Βοστώνης βρήκαν ένα συσχετισμό μεταξύ των ελλιπών προαναγνωστικών ικανοτήτων και το μέγεθος ενός μέρους του εγκεφάλου που συνδέει δυο περιοχές γλωσσικής επεξεργασίας.
Παλιότερες έρευνες επίσης έχουν δείξει πως η συγκεκριμένη δομή του εγκεφάλου είναι μικρότερη σε ενήλικες με προβλήματα ανάγνωσης σε σχέση με αυτούς που μπορούν και διαβάζουν κανονικά. Ωστόσο, ήταν άγνωστο αν η συγκεκριμένη δομή ήταν μικρότερη λόγω των ελλιπών αναγνωστικών εμπειριών ή αν αυτή προκαλούσε τις αναγνωστικές δυσκολίες.
Στην έρευνα συμμετείχαν 1000 παιδιά νηπιακής ηλικίας που αρχικά εξετάστηκαν σε ασκήσεις προανάγνωσης. Στη συνέχεια ένα υποσύνολο αυτών των παιδιών κλήθηκαν για εγκεφαλική απεικόνιση βασισμένη στο μαγνητικό τομογράφο. Αυτό το είδος απεικόνισης αποκαλύπτει το μέγεθος και την οργάνωση της λευκής ουσίας του εγκεφάλου.
Από τα αποτελέσματα των απεικονίσεων οι ερευνητές ανακάλυψαν μια συσχέτιση μεταξύ της προαναφερθείσας εγκεφαλικής δομής και τις επιδόσεις στα τεστ φωνολογικής επίγνωσης. Η διαφορά αυτή στη δομή του εγκεφάλου δεν οφείλεται, σύμφωνα με τους ερευνητές, απόλυτα σε γενετικούς παράγοντες. Το περιβάλλον ίσως παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη ή όχι της συγκεκριμένης περιοχής.
Οι ερευνητές ελπίζουν πως στο άμεσο μέλλον θα μπορούν με μια εγκεφαλική απεικόνιση σε μαγνητικό τομογράφο να διαγιγνώσκουν τη δυσλεξία. Έτσι, θα μπορούν οι ειδικοί να ξεκινούν την πρώιμη παρέμβαση και την εκπαίδευση των δυσλεξικών παιδιών ώστε να αντμετωπίζουν στο μέλλον όσο το δυνατόν λιγότερες δυσκολίες.
Φώτης Παπαναστασίου