Γλώσσα και Κοινωνία: Συγκρίνοντας την Κοινωνιογλωσσολογία με την Κριτική Ανάλυση Λόγου

«Η κύρια λειτουργία της γλώσσας είναι η επικοινωνία» .

Δεν μπορεί λοιπόν να ιδωθεί παρά μόνο άρρηκτα συνυφασμένη με την κοινωνία.  Ανάμεσα στις θεωρίες μελέτης της γλώσσας κάποιες επικεντρώνονται στη συγκεκριμένη σχέση της γλώσσας – κοινωνίας. Στην παρούσα εργασία θα επιχειρήσω να αναπτύξω τις θέσεις της Κοινωνιογλωσσολογίας και αντίστοιχα της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου απέναντι στη σχέση γλώσσας-κοινωνίας. Στην πρώτη ενότητα αναλύω τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη σχέση γλώσσας – κοινωνίας η παραδοσιακή Κοινωνιογλωσσολογία. Στη δεύτερη ενότητα αναφέρω τι υποστηρίζει η Κριτική Ανάλυση Λόγου. Μέσα από την παράθεση πρόκειται να διακριθούν οι διαφορές των δύο προσεγγίσεων, τις οποίες θα συνοψίσω στην τρίτη ενότητα. Ακολούθως, στην τέταρτη ενότητα, με αφορμή δυο παραδείγματα από το χώρο της διαφήμισης πραγματεύομαι τη διαφορετικότητα της προσέγγισης τόσο από την οπτική της Κοινωνιογλωσσολογίας όσο και από την οπτική της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου.

Γλώσσα και κοινωνία: Κοινωνιογλωσσολογία

Η Κοινωνιογλωσσολογία είναι «κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά όλες τις πλευρές της σχέσης μεταξύ της γλώσσας και της κοινωνίας» (βλ. Κρύσταλ, 2003: 221). Άρχισε να αναπτύσσεται τη δεκαετία του ’60 με αντικείμενο τη γλωσσική διαφοροποίηση (ποικιλότητα) ανάλογα με την κοινωνική δομή και το πολιτιστικό πλαίσιο, αμφισβητώντας έντονα την παραδοχή της κυρίαρχης γλωσσολογίας περί αυτόνομου γλωσσικού μηχανισμού (βλ. Κακριδή, 21/5/86: 39). Αντιμετωπίζει για πρώτη φορά τη γλωσσική χρήση ως ένα κοινωνικό φαινόμενο και προσπαθεί να ανακαλύψει τη συνεισφορά της γλώσσας στην κοινότητα αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι κοινότητες διαμορφώνουν τη γλώσσα τους μέσω της χρήσης (βλ. Κωστούλα-Μακράκη, 2001: 19).

Βασική θέση της Κοινωνιογλωσσολογίας είναι ότι η γλώσσα δε μεταδίδει απλώς πληροφορίες σχετικά με το νόημα συγκεκριμένων προτάσεων αλλά και πληροφορίες για την κοινωνική ταυτότητα του ομιλητή (ηλικία, φύλο, μόρφωση, κοινωνική θέση), τις συνθήκες μέσα στις οποίες λαμβάνει χώρα η επικοινωνία (επίσημος ή ανεπίσημος λόγος), τη σχέση του ομιλητή με τον ακροατή καθώς και τη στάση του ομιλητή απέναντι τόσο στη δική του γλωσσική παραγωγή όσο και των άλλων (βλ. Κακριδή, 21/5/86: 39). Η συσχέτιση αυτών των εξωγλωσσικών χαρακτηριστικών με γλωσσικά στοιχεία τα οποία αντλούνται από τον φυσικό λόγο και σε συνάρτηση με άλλα συμφραζόμενα και υφολογικές παραμέτρους, θεμελίωσε τη θέση της Κοινωνιογλωσσολογίας: όχι μόνο ποικίλλει η χρήση της γλώσσας ανάλογα με την ομάδα στην οποία ανήκει το ομιλούν άτομο αλλά, επιπλέον, η γλωσσική διαστρωμάτωση παρακολουθεί την κοινωνική. Διαφαίνεται λοιπόν μια σχέση άμεσης αλληλοεξάρτησης και επίδρασης ανάμεσα στην γλωσσική και κοινωνική δομή και συμπεριφορά (Αρχάκης και Κονδύλη, 2004: 37).

Όσον αφορά στον παράγοντα της ποικιλότητας γίνεται μνεία στις γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες που ονομάζονται διάλεκτοι[1]  και τοπικά ιδιώματα[2]. Μελετώνται επίσης φαινόμενα γλωσσικής επαφής όπως διγλωσσία (συνύπαρξη χαμηλής και υψηλής γλωσσικής ποικιλίας), διπλογλωσσία, πολυγλωσσία, lingua franca, pidgin και κρεολές γλώσσες. Η διερεύνηση και τεκμηρίωση των στοιχείων ποικιλότητας αναδεικνύει τη φιλελεύθερη ανθρωπιστική βάση στην κατανόηση των κοινωνικών διεργασιών από την πλευρά της Κοινωνιογλωσσολογίας (βλ. Graddol, 2011: 74). Σχετικά με την παράμετρο της ταυτότητας, η Κοινωνιογλωσσολογία εντοπίζει διαφοροποίηση στη χρήση της γλώσσας ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες. Οι άντρες υιοθετούν λεξιλόγιο επιθετικότερο σε αντίθεση με τις γυναίκες που χρησιμοποιούν πιο ‘πολιτισμένο’ λεξιλόγιο (βλ. Μπασλής, 2000: 107), ενώ για επαγγέλματα υψηλού κοινωνικού κύρους χρησιμοποιείται ο ίδιος τύπος του αρσενικού και για τις γυναίκες (γιατρός, πρύτανης).

Επίσης, δίνεται ξεχωριστή έμφαση στο ρόλο της γλώσσας στην κοινωνική ανισότητα. Στηριζόμενη τόσο σε μελέτες του Bernstein όσο και του Labov  η άποψη της Κοινωνιογλωσσολογίας καταλήγει ότι οι κρίσεις για την αξία της γλώσσας, αν και φαίνεται να βασίζονται σε γλωσσικά κριτήρια, στην πραγματικότητα πηγάζουν από κριτήρια κοινωνικά και πολιτιστικά. Αναφέρονται περισσότερο στο κοινωνικό κύρος των ομιλητών παρά στο κοινωνικό κύρος της διαλέκτου (βλ. Μπασλής, 2000: 123). Έτσι, η γλώσσα ως κοινωνικό προϊόν εκφράζει την κοινωνική ιεραρχία και τους φορείς της κοινωνικής εξουσίας. Η εξουσία ασκείται όχι μόνο με τις ιδέες αλλά και με τη γλώσσα και τις λέξεις (βλ. Φραγκουδάκη, 1987: 151).

Σύμφωνα με τα παραπάνω οι κοινωνιογλωσσολόγοι περιγράφουν,  ερμηνεύουν και εντάσσουν σε γενικά σχήματα τη σχέση γλώσσας και κοινωνικών συμφραζομένων (βλ. Holmes, 2008: 439) χρησιμοποιώντας τέσσερις κλιμακούμενες διαστάσεις που επηρεάζουν τη γλωσσική επιλογή των υποκειμένων:

  1. Την κοινωνική απόσταση / αλληλεγγύη:  βαθμός οικειότητας, γνωριμίας, για την αποδοχή ή  µη κάποιων αξιών – στάσεων, την υπαγωγή ή όχι σε ομάδα.
  2. Την κοινωνική θέση / δύναμη: κατανομή δύναμης ανάμεσα στα µέλη μιας κοινότητας που καθορίζει τελικά και τη γλωσσική κυριαρχία των ισχυρότερων.
  3. Την επισημότητα / τυπικότητα: τυποποίηση και επισημότητα της περίστασης.
  4. Τη λειτουργία (αναφορική ή κοινωνική): το είδος της πληροφορίας που μεταδίδει ο λόγος.

Γλώσσα και κοινωνία: Κριτική Ανάλυση Λόγου

Η Κριτική Ανάλυση Λόγου είναι ένα ρεύμα της Κοινωνιογλωσσολογίας το οποίο αναπτύχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 – αρχές του ΄90 και αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο αναπτυσσόμενα ρεύματα της κοινωνιογλωσσολογίας (βλ. Στάμου, 2005: 2). Πρόκειται για μια πολυδιάστατη προσέγγιση η οποία δεν ενδιαφέρεται απλώς να καταδείξει την κοινωνική καταγωγή των γλωσσικών φαινομένων αλλά επιδιώκει να αποκαλύψει όλες τις κρυμμένες στρατηγικές που αναπαράγουν στερεότυπα και προκαταλήψεις μέσω της χρήσης της γλώσσας και της επικοινωνίας (Halliday, 1978). Σύμφωνα με την Κριτική Ανάλυση η γλώσσα δεν είναι από μόνη της δυνατή. Αποκτά εξουσία όταν γίνεται εργαλείο στα χέρια ισχυρών ανθρώπων. Η μέθοδος που υιοθετεί, στοχεύει να αποκαλύψει τις συνδέσεις της γλώσσας,  της δύναμης και της ιδεολογίας, ώστε οι χρήστες της γλώσσας να συνειδητοποιήσουν τις εξουσιαστικές δομές κοινωνίας και γλώσσας και να αγωνιστούν για τη χειραφέτησή τους.

Ο Norman Fairclough, ως υποστηρικτής της θεωρίας, στο βιβλίο του Language and Power ασκεί κριτική στο βασικό κορμό της Κοινωνιογλωσσολογίας με το επιχείρημα ότι ασχολείται υπερβολικά με την περιγραφή των προτύπων χρήσης και γλώσσας, χωρίς να προσφέρει κανενός είδους ερμηνεία των λόγων ύπαρξης αυτών των πρακτικών (Graddol, Maybin & Stierer, 2001: 73). Ορμώμενος από το δυτικό Μαρξισμό, αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως πεδίο διαρκούς ή λανθάνουσας σύγκρουσης ανάμεσα σε διάφορες κοινωνικές τάξεις.  Θεωρεί ότι στη σύγχρονη κοινωνία η εξουσία ασκείται  µε συναινετικά  μέσα.  Οι άνθρωποι,  αντί να εξαναγκάζονται να δράσουν αντίθετα  µε το προσωπικό τους συμφέρον, πείθονται να το κάνουν  µε τη θέλησή τους, µέσω της δράσης της ιδεολογίας τάξεων (Graddol, Maybin & Stierer, 2001: 74).  Σύμφωνα  µε τον ίδιο, η γλώσσα είναι το όργανο µε το οποίο αναπαράγεται η ιδεολογία και ως εκ τούτου παίζει σημαντικό ρόλο στον τρόπο κατανομής της ισχύος μέσα στην κοινωνία. Για τον Fairclough, τα γλωσσικά φαινόμενα είναι ενός είδους κοινωνικά φαινόμενα και τα κοινωνικά φαινόμενα είναι  (εν  μέρει) γλωσσικά φαινόμενα. Κάθε φορά που δρούμε μιλώντας, ακούοντας, διαβάζοντας, γράφοντας  προσδιοριζόμαστε κοινωνικά ασκώντας  ταυτόχρονα µε τη σειρά  µας επίδραση στην κοινωνία.  Ο Fairclough  θεωρεί, επομένως, τη γλώσσα  µια  μορφή κοινωνικής πρακτικής, και την αναλύει ως συνεχή λόγο και όχι ως απλό κείμενο.  Συγκεκριμένα,  διακρίνει το κείμενο (text) στις πραγματικές λέξεις που χρησιμοποιούνται,  από το συνεχή λόγο (discource) στις διαδικασίες παραγωγής και ερμηνείας του κειμένου (περίσταση επικοινωνίας,  υπονοούμενα, σκοπιμότητες, αιτίες, κίνητρα, προθέσεις ομιλητή κ.λπ.). Οι άνθρωποι λοιπόν, ερμηνεύουν τα κείμενα ανάλογα  µε τη γνώση του κόσμου που μεταφέρουν σ’ αυτά και µε βάση την κοινωνική τους εμπειρία. Γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει να είναι ενήμεροι του ρόλου που διαδραματίζουν ώστε να μπορούν να διαμορφώνουν εν μέρει οι ίδιοι τη μειονεκτική τους θέση μέσα στην κοινωνία και την κοινωνική τους καταπίεση (βλ. Graddol, Maybin & Stierer, 2001: 77). Έτσι, γίνεται λόγος για τη φύση της ισχύος, τις ανισότητες στον καταμερισμό της σε συγκεκριμένες κοινωνικές συναναστροφές και πώς ένα άτομο μπορεί να ελέγξει το λόγο υιοθετώντας τις ανάλογες πρακτικές.

Η Κριτική  Ανάλυση Λόγου συνδυάζει την κειμενική µε την κοινωνική ανάλυση, χρησιμοποιώντας εργαλεία της ‘Συστημικής Λειτουργικής Γλωσσολογίας’ του Halliday (Systemic Functional Linguistics) η οποία υποστηρίζει ότι η γλώσσα, ως δίκτυο επιλογών από το οποίο οι παραγωγοί κειμένων κάνουν επιλογές που δεν είναι τυχαίες αλλά ιδεολογικά καθορισμένες, δεν αποτελεί ένα σύστημα ανεξάρτητο από το συμφραζόμενο στο οποίο χρησιμοποιείται. Εξελίσσεται σε τρία επίπεδα ανάλυσης (βλ. Fairclough, 2001: 91-139):

  • Περιγραφή: διερευνάται το λεξιλόγιο  (σχήματα, μεταφορές,  συνωνυμίες,  ευφημισμοί κλπ.),  η γραμματική και η σύνταξη  (εγκλίσεις,  αντωνυμίες,  παθητική –  ενεργητική σύνταξη, ποιητικό αίτιο,  ονοματοποιήσεις,  κατάφαση,  άρνηση,  υπόταξη κλπ.)  και οι κειμενικές δομές  (τρόποι ελέγχου του λόγου, στρατηγικές εντυπωσιασμού κλπ.).
  • Ερμηνεία:  συσχετίζονται τα δεδομένα της περιγραφής µε τις κοινωνικές δομές και ιδεολογίες. Τί συμβαίνει,  ποιο το θέμα,  η δραστηριότητα,  ο σκοπός. Γίνεται λόγος για τη «διακειμενικότητα», το διάλογο του κειμένου µε άλλα κείμενα.
  • Εξήγηση:  συντίθενται όλα τα παραπάνω σε ερμηνευτικά σχήματα και πλαίσια. Ο λόγος απεικονίζεται ως τμήμα της κοινωνικής διαδικασίας και ως κοινωνική πρακτική. Η συνειδητοποίηση αυτή αποτελεί τη ρίζα της κοινωνικής χειραφέτησης των υποκειμένων από τις παρελκυστικές λειτουργίες του λόγου. Το στοιχείο αυτό της φύσης της υποκειμενικότητας έρχεται σε αντιδιαστολή με την έννοια της ταυτότητας όπως αυτή χρησιμοποιείται στην Κοινωνιογλωσσολογία και πρόκειται να σχολιάσω στην τρίτη ενότητα.

 

Διαφορές των δύο προσεγγίσεων

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο Fairclough  χρησιµοποιεί ως βάση της ανάλυσής του τις απόψεις των κοινωνιογλωσσολόγων για την κοινωνική φύση της γλώσσας, αλλά προχωρεί περισσότερο,  υποδεικνύοντας τις δυνάμεις της γλώσσας ως  μοχλούς κοινωνικής  μεταβολής. Έτσι, ενώ η Κοινωνιογλωσσολογία περιγράφει κάνοντας απόπειρες ερμηνείας των προτύπων χρήσης και γλώσσας, η Κριτική Ανάλυση Λόγου προσπαθεί να δώσει μια ερμηνευτική πρόταση. Η γλώσσα ως καθρέπτης της κοινωνικής πραγματικότητας προσφέρει απλές συσχετίσεις μεταξύ των γλωσσικών στοιχείων και των κοινωνικών μεταβλητών πχ. υιοθέτηση γλωσσικών προτύπων προς όφελος κοινωνικής ανέλιξης, φεμινιστικής συμπεριφοράς κα. (βλ. Στάμου, 2005: 5). Μέσω της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου όμως αναπτύσσεται μια διαλεκτική σχέση της γλώσσας με την κοινωνία με έντονη την προσπάθεια να αποκαλυφθούν οι βαθιές αιτιακές σχέσεις που τις διέπουν.

Ακόμη, πολύ σημαντικό είναι να επισημάνω τη σημαντική διαφορά ανάμεσα στην ατομικότητα όπως την αντιλαμβάνεται η κοινωνιογλωσσολογία και στην υποκειμενικότητα στην οποία αναφέρεται ο Fairclough. Για τον Fairclough, η υποκειμενικότητα διαπλάθεται μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες για να εξυπηρετήσει σκοπούς. Πρόκειται για μια μεταμοντέρνα έννοια της ταυτότητας διαφορετική από αυτή που χρησιμοποιεί η Κοινωνιογλωσσολογία η οποία θεωρεί τις κοινωνικές ταυτότητες περισσότερο ενιαίες και μονολιθικές. Για παράδειγμα, η Κοινωνιογλωσσολογία θεωρεί έναν πολύγλωσσο ομιλητή ως κάποιον που διαμοιράζει διάφορα κομμάτια της κοινωνικής του ταυτότητας μέσω διαφορετικών  γλωσσών. Αντίθετα, μια μεταμοντέρνα θεωρία μπορεί να περιγράφει τους πολύγλωσσους ομιλητές ως άτομα με σύνθετη προσωπικότητα που νιώθουν ότι είναι ένα διαφορετικό είδος ανθρώπου, με διαφορετικά αισθήματα και κοινωνικές αξίες όταν μιλάνε καθεμιά από τις γλώσσες τους (βλ. Graddol, Maybin & Stierer, 2001: 79).

Επιπρόσθετα, η παραδοσιακή Κοινωνιογλωσσολογία επικεντρώνεται στον ανταγωνισμό των γλωσσών για το ποια θα επικρατήσει ενώ ο Fairclough αναφέρει συγκρούσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων και τάξεων. Σ’ αυτή τη λογική, κοινωνιογλωσσολογικά, γίνεται αναφορά στη γλωσσική συμπεριφορά των ομιλητών – μελών διαφορετικών κοινωνικών ομάδων σε αντίθεση με την Κριτική Ανάλυση η οποία εστιάζει στη γλωσσική συμπεριφορά των κοινωνικών θεσμών οι οποίοι ασκούν επιρροή τόσο στην ατομικά όσο και στην κοινωνικά γλωσσική συμπεριφορά (βλ. Στάμου, 2005: 7).

Παραδείγματα

Σύμφωνα με τον Fairclough είδη λόγου που έχουν αποκτήσει κύρος είναι τα είδη λόγου του καταναλωτισμού, και πιο συγκεκριμένα,  ο λόγος της διαφήμισης,  της γραφειοκρατίας και της συνέντευξης.  Τα είδη αυτά είναι είδη στρατηγικού λόγου, προσανατολισμένου δηλαδή σε χρηστικούς σκοπούς, στην επίτευξη αποτελεσμάτων και όχι επικοινωνιακού λόγου,  προσανατολισμένου προς την επίτευξη συνεννόησης  μεταξύ των συμμετεχόντων.

Τα παραδείγματα που θα προσπαθήσω να διερευνήσω επιλέχθηκαν από το χώρο της διαφήμισης και προέρχονται από ανταγωνιστικές εταιρείες στο χώρο της κινητής τηλεφωνίας[3].

Κατά την Κοινωνιογλωσσολογία λοιπόν η ανάλυση του κειμένου εστιάζει στο βαθμό οικειότητας των συνομιλητών. Και στα δύο παραδείγματα ο βαθμός οικειότητας εμφανίζεται επίπλαστος και αποδεικνύει την αποδοχή κάποιων στάσεων από την πλευρά των συνομιλητών (πλανόδιος πωλητής με πελάτη, κρατούμενος επιχειρηματίας με δικηγόρο). Από τη στιχομυθία δεν προβάλλονται στοιχεία που καθορίζουν τη γλωσσική κυριαρχία των ισχυρότερων παρά μόνο η χρήση της λέξης ΄αμόλα΄ από τον έγκλειστο προς το διαμεσολαβητή (παράδειγμα Wind). Δεν διακρίνεται καμία επισημότητα περίστασης ιδιαίτερα στο β΄απαράδειγμα εξ’ αιτίας του είδους της πληροφορίας που μεταδίδει ο λόγος.

Από την πλευρά της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου πρόκειται για διαφημίσεις οι οποίες αποτελούν χιουμοριστικές συνθέσεις συνεργατικότητας λόγου και εικόνας με έντονα χαρακτηριστικά γλωσσικού χιούμορ πχ. ΄Άρειος Πάγκος΄. Βασιζόμενες στο στοιχείο της διασκέδασης ικανοποιούν το στόχο τους, την ελκυστική δηλαδή προσέγγιση του καταναλωτικού κοινού. Η διαδικασία αυτή επιτελείται μέσω δύο τάσεων του μιντιακού λόγου και έχουν μεγάλη σημασία για την παραγωγή, διανομή και πρό­σληψή του (βλ. Πολίτης, 2011):

  • της εμπορευματοποίησης (commodifi­cation), της διείσδυσης της διαφημιστικής γλώσσας στην ενημέρωση και
  • της συνομιλιοποίησης (conversationalization), της στροφής του λόγου στη γλώσσα και το ύφος της καθημερινής συνομιλίας με στόχο τη δημιουργία (ψευδ) αίσθησης οικειότη­τας μεταξύ Μέσων και κοινού.

Στα επιμέρους επίπεδα ανάλυσης η περιγραφή εστιάζει στη χρήση ΄χαμηλής΄ γλωσσικής ποικιλίας, στις μεταφορές και τους ευφημισμούς (ο γιατρός της πείνας, goal στην πείνα, χασοδίκης, δικηγόρος της κακιάς ώρας), στα σχήματα (βάζω τον πατέρα και τη μάνα μου), στις στρατηγικές εντυπωσιασμού (πω, πω, όνειρο ζω μην με ξυπνάτε) και στις μελωδικές στίξεις (ομορφααααάντρα μου).

Στο επίπεδο της ερμηνείας οι επιλογές του συντάκτη ΄κελάηδαγε στο τηλέφωνο΄ και  ΄κασέτες, πιο πολλές από του Γ. Πάριου΄ κωδικοποιούν τα υπονοήματα που μοιράζονται πομπός και δέκτης. Η διακειμενικότητα αποκαλύπτεται με εκφράσεις όπως ΄ομορφαίνει δεν παχαίνει΄, ΄παραθυράκι ΄ και ΄μπαλκονόπορτα΄. Ο ελλειπτικός (ψιτ), συνθηματολογικός (κουκούλα) και έντονα συναισθηματικός (αγαπούλα), είναι σύμμετρος με τον ταχύτατα εκφερόμενο λόγο της καθημερινής συνομιλίας.

Σχετικά με το επίπεδο της εξήγησης στο α΄ παράδειγμα η απεριόριστη παροχή επιλογών και η προσέγγιση του πελάτη είναι αυτή που κερδίζει τον καταναλωτή. Ο παράγοντας της ποιότητας του προϊόντος απουσιάζει από το προσκήνιο. Η ροπή προς τη δημιουργία κατηγορίας καταναλωτών και όχι υποψιασμένων αγοραστών μέσω της μίμησης της άτυπης καθημερινής γλώσσας απεικονίζεται ως τμήμα της κοινωνικής πρακτικής. Η ρήση ΄άρτος και θέαμα στο λαό΄ βρίσκει μια επιτυχημένη εφαρμογή τόσο στο θέμα του κειμένου όσο και στη λειτουργία πρόσληψης της συγκεκριμένης διαφήμισης.

Στο ίδιο πλαίσιο, η αναφορά της λέξης ΄κουκούλα΄ στο β΄ παράδειγμα διακειμενικά παραπέμπει σε θολές ιστορικές στιγμές (δωσίλογοι). Όπως και η προηγούμενη καμπάνια της ίδιας εταιρείας έχει θέμα τη διαφθορά στο ελληνικό ποδόσφαιρο (μια ακόμα σύνδεση με το διαφημιστικό υλικό του ανταγωνιστή). Τώρα όμως επαναφέρει το θέμα της διαφθοράς εμπλέκοντας και το δικαστικό κλάδο.

Αυτόματα, ωραιοποιείται το ηθικά απαγορευμένο και παθητικοποιείται η αντίσταση ως προς την αποδοχή τέτοιων φαινομένων ως γενικευμένες στάσεις.

Συμπεράσματα

Στην παρούσα εργασία μέσα από τη διερεύνηση των κύριων θέσεων της Κοινωνιογλωσσολογίας και της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου επιχείρησα να προσεγγίσω τη σχέση που έχει αναπτύξει η κάθε μία θεωρεία μεταξύ γλώσσας και κοινωνίας.

Η ανάλυση των παραπάνω θέσεων με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι μεταξύ τους αναδύονται διαφορές αλλά όχι αντιθέσεις.

Σε γενικές γραμμές η άποψη της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου δεν αντιβαίνει στη θεώρηση της Κοινωνιογλωσσολογίας αλλά αποτελεί μια νέα οπτική η οποία προσπαθεί να δώσει μια ολοκληρωμένη ερμηνεία της σχέσης γλώσσας – κοινωνίας.