ΨΥΧΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ

H ψυχογλωσσολογία ή ψυχολογία της γλώσσας είναι διεπιστημονικός κλάδος που ανήκει τόσο στη γλωσσολογία όσο και στην ψυχολογία, και διερευνά τη σχέση γλωσσικών και ψυχολογικών φαινομένων.

Βασίζεται γι' αυτό τον σκοπό σε ποικίλες εμπειρικές μεθόδους, κυρίως στις πειραματικές τεχνικές της ψυχολογίας (όπως η μέτρηση του χρόνου αντίδρασης όταν ελέγχεται η κατανόηση προτάσεων ) καθώς και στην ανάλυση της φυσικής ομιλίας (όταν μελετώνται φαινόμενα όπως οι παραδρομές και ο παιδικός λόγος). Aπό τη σύγχρονη συγκρότησή του τη δεκαετία του '60 ο κλάδος εστίασε στενότερα την προσοχή του στις νοητικές διεργασίες που καθιστούν δυνατή τη χρήση και τη μάθηση της γλώσσας και πιο πρόσφατα στη σχέση της γλώσσας με τη νόηση (βλ. εισαγωγικά βιβλία όπως Μiller [1981] 1995· Βerko-Gleason & Bernstein Ratner 1993· Harley 1995· Forrester 1996). Περιλαμβάνονται ειδικότερα στα υπό μελέτη φαινόμενα η παραγωγή και κατανόηση της ομιλίας και της γραφής , η ανάπτυξη της προφορικής και γραπτής γλώσσας στο παιδί, η απόκτηση ικανοτήτων γλωσσικής επικοινωνίας στα ζώα, η μάθηση μιας δεύτερης γλώσσας και γενικότερα φαινόμενα διγλωσσίας , παθολογικά φαινόμενα γλωσσικής επικοινωνίας όπως οι αφασίες και οι αναπτυξιακές διαταραχές προφορικού και γραπτού λόγου , τέλος η επίδραση της γλώσσας σε νοητικές διεργασίες όπως η οικοδόμηση εννοιών και η μνήμη. Επί της ουσίας, στο πεδίο αυτό ανήκει και η προβληματική για τη σχέση γλώσσας και ψυχισμού, ζήτημα που έχει λίγο μόνο ψηλαφιστεί κυρίως στην ψυχανάλυση (βλ. Forrester 1980).

Η ψυχογλωσσολογία ιδρύθηκε επίσημα το 1951 σε συνάντηση ψυχολόγων και γλωσσολόγων με σκοπό να διερευνηθεί το πώς θα μπορούσε να συμβάλει στη μελέτη της γλωσσικής επικοινωνίας η πειραματική ψυχολογία και η νεοεμφανισθείσα τότε θεωρία της πληροφορίας. Η γλώσσα είχε πάντως θεωρηθεί κομβικό ψυχολογικό φαινόμενο νωρίτερα από σημαντικά ονόματα της γερμανόφωνης κυρίως παράδοσης στην ψυχολογία όπως ο ιδρυτής της Wundt και αργότερα ο Βühler, ενώ είχε μάλιστα χρησιμοποιηθεί και ο όρος γλωσσοψυχολογία (για την ιστορική συγκρότηση του κλάδου βλ. Blumenthal 1970). Η σύγχρονη όμως προβληματική καθορίστηκε από εξελίξεις στη γλωσσολογία που επέφερε η γενετική θεωρία του Chomsky (1957, 1965).

Στο θεωρητικό αυτό πλαίσιο η γλώσσα εμφανίστηκε ως μηχανισμός που παρέχει τη δυνατότητα να δημιουργηθεί άπειρος αριθμός προτάσεων. Θεωρήθηκε ειδικότερα σύστημα στοιχείων και κανόνων, που μπορεί να περιγραφεί ανεξάρτητα από το νόημα που παράγεται. Καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις της εποχής διαδραμάτισε και η κριτική του Chomsky (1959) στη θεωρία του συμπεριφοριστή ψυχολόγου Skinner (1957) για τη χρήση και μάθηση της γλώσσας. Ο τελευταίος θεώρησε τη γλώσσα ως άθροισμα προτάσεων που συσχετίζονται με καταστάσεις και ανασύρονται την κατάλληλη στιγμή. Υπέθεσε ότι το παιδί μαθαίνει τη γλώσσα αποκτώντας συνήθειες λεκτικής συμπεριφοράς μέσω συσχέτισης ερεθισμάτων (δηλαδή μιας πρότασης και μιας κατάστασης), και στη συνέχεια μέσω ενίσχυσης ή αποτροπής αυτής της συμπεριφοράς εκ μέρους των ενηλίκων. Ο Chomsky αντέκρουσε, πρώτον, ότι η γλώσσα δεν συνιστά συνήθειες συμπεριφοράς αλλά ιδιαίτερα αφηρημένο νοητικό σύστημα, το οποίο επιτρέπει μεταξύ άλλων τη χρήση ποικίλων εκφράσεων σε κάθε περίσταση. Επιπλέον, κατακτάται στο μικρό χρονικό διάστημα των πρώτων χρόνων της ζωής, παρότι το παιδί εκτίθεται σε ανεπαρκή δείγματα προτάσεων, δεν διδάσκεται τη γλώσσα ρητά και κυρίως δεν διορθώνεται ως προς τα λάθη του. Θεώρησε, λοιπόν, λογικά αναγκαίο να υποθέσουμε ειδικά εφόδια του παιδιού γι' αυτό τον σκοπό, συγκεκριμένα έναν έμφυτο πυρήνα του αφηρημένου γλωσσικού κώδικα, τον οποίο ονόμασε Καθολική Γραμματική ή και Βιολογικό Μηχανισμό για την Κατάκτηση της Γλώσσας (Chomsky 1965).

Στην επακόλουθη άνθηση του ενδιαφέροντος για την ανάπτυξη της γλώσσας, οι έρευνες στράφηκαν αρχικά στο να αποδείξουν ότι οι λέξεις και οι προτάσεις των παιδιών δεν προκύπτουν από απομνημόνευση αλλά από την εφαρμογή νοητικών κανόνων. Μάλιστα, λάθη της ομιλίας τους, όπως ήλθαν πολλοί κόσμοι στη γιορτή, είναι σαφές ότι δεν είναι προϊόντα μίμησης αλλά κανόνων γραμματικής κλίσης , που τα παιδιά έχουν εξαγάγει από την ομιλία και χρησιμοποιούν χωρίς εξαίρεση και σε ανώμαλους τύπους. Επήλθε έτσι ισχυρό πλήγμα στη συμπεριφοριστική προσέγγιση της γλώσσας. Το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε σύντομα στο τί τύπου γλωσσικές γνώσεις (κυρίως κανόνες) κατέχουν τα παιδιά σε διάφορες αναπτυξιακές στιγμές με σκοπό μια εξήγηση ως προς το πώς τις αποκτούν. Στο γενετικό θεωρητικό πλαίσιουποτέθηκαν συχνά πολύ αφηρημένες γνώσεις νωρίς και απασχόλησε κυρίως το ερώτημα ποιες από αυτές μπορούν να θεωρηθούν μέρος της έμφυτης Καθολικής Γραμματικής όπως και πώς ενεργοποιούνται κατά τη μάθηση μιας συγκεκριμένης γλώσσας (βλ. Pinker [1994] 2000). Σήμερα ωστόσο ποικίλες εξελίξεις στη μελέτη της γλώσσας και των νοητικών διεργασιών, κυρίως η ανάδυση ενός θεωρητικού αντίλογου στην τσομσκιανή προσέγγιση στη γλωσσολογία και η επαναφορά της έννοιας της συσχετιστικής μάθησης στη γνωσιακή επιστήμη, έχουν καταστήσει όλο και πιο ισχυρές προσεγγίσεις της γλωσσικής ανάπτυξης που απορρίπτουν την υπόθεση της έμφυτης γλωσσικής γνώσης (βλ. κυρίως Τοmasello 2003). Υποστηρίζουν αντιθέτως τη σταδιακή και μακρόχρονη οικοδόμηση ικανοτήτων λόγου, ως απόρροια της σύνθετης διαπλοκής βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραμέτρων. Βρίσκουν ρεαλιστική την εμπειρική ανεύρεση του γλωσσικού συστήματος από την ομιλία, πρώτον γιατί το σύστημα αυτό δεν θεωρείται τόσο αφηρημένο όσο διατείνεται η γενετική θεωρία εφόσον κάθε γραμματικό σχήμα σηματοδοτεί ένα νόημα. Επιπλέον, το παιδί στηρίζεται στις γενικότερες γνωσιακές του ικανότητες -γνώσεις και τρόπους επεξεργασίας των ερεθισμάτων- όπως και στην αλληλεπίδραση με τους άλλους.

Το ενδιαφέρον για την ομιλία (και αργότερα τη γραφή) έχει από τη δεκαετία του '60 επικεντρωθεί στην κατανόησή(κατανόηση γραφής) τους (βλ. Greene & Coulson 1995). Η παραγωγή (παραγωγή ομιλίας) τους παραμένει λιγότερο μελετημένη (βλ. Levelt 1989), γιατί δεν προσφέρεται εύκολα για πειραματική διερεύνηση. Ωστόσο, φαινόμενα της ομιλίας όπως οι παραδρομές και οι παύσεις απασχόλησαν την ψυχολογία αρκετά νωρίτερα. Η μελέτη πάντως των διεργασιών κατανόησης και παραγωγής είχε ως αφετηρία τη θέση του Chomsky ότι μήτρα της ομιλίας είναι η γνώση του γλωσσικού συστήματος. Ο ίδιος επισήμανε βέβαια ότι η ιδεατή εφαρμογή αυτού του συστήματος παρεμποδίζεται από παράγοντες όπως η μικρή χωρητικότητα της βραχυπρόθεσμης μνήμης, που αποθαρρύνει για παράδειγμα τη χρήση τεράστιων προτάσεων. Θεώρησε πάντως αντικείμενο της ψυχογλωσσολογίας το πώς ενεργοποιείται αυτή η γνώση όταν αποκωδικοποιούμε το νόημα της ομιλίας όπως και το πώς διαπλέκεται με γνωσιακούς περιορισμούς κατά την εφαρμογή της στην ίδια την ομιλία.

Η εμπειρική έρευνα υπέδειξε ωστόσο ότι η κατανόηση απαιτεί την ενεργοποίηση όχι μόνο γνώσεων για τη γλώσσα αλλά και για τον φυσικό και κοινωνικό κόσμο όπως και για το πώς λειτουργεί η γλωσσική επικοινωνία. Επιπλέον, οι έρευνες αμφισβήτησαν εν μέρει τα συμπεράσματα ερευνών που είχαν στόχο να ελέγξουν εάν τα στοιχεία και οι κανόνες του γλωσσικού συστήματος στην τσομσκιανή θεωρία είχαν υπόσταση στον νου των ομιλητών και καθοδηγούσαν τηνεπεξεργασία της ομιλίας . Έτσι, η ψυχογλωσσολογία αποστασιοποιήθηκε από τη γλωσσολογία, ενώ προσέγγισε κλάδους που καταπιάνονται με τις γνώσεις για τον κόσμο και την επικοινωνία, κατεξοχήν τη γνωσιακή ψυχολογία, την τεχνητή νοημοσύνη και τη γλωσσολογική πραγματολογία. Σήμερα θεωρείται δεδομένη η μεσολάβηση ποικίλων ειδών γνώσης στην κατανόηση, αλλά τίθενται ερωτήματα σχετικά με τη μορφή στην οποία καταχωρούνται και κυρίως για το πώς ακριβώς ενεργοποιούνται. Μάλιστα, θεωρείται όλο και περισσότερο ότι τα ζητήματα αυτά μπορούν να διαφωτιστούν και μέσα από τη μελέτη της διγλωσσίας και της παθολογίας του λόγου . Δύο θεωρητικά ρεύματα αντικρούονται κυρίως ως προς το εάν στην επεξεργασία της ομιλίας προηγούνται αναλύσεις όπου δεν εμπλέκεται διόλου το νόημα -κατεξοχήν φωνολογικές καισυντακτικές - ή αντιθέτως το νόημα παρεμβαίνει εξαρχής και έχουμε συνεπώς παράλληλη -αντί για σειριακή - ενεργοποίηση γνώσεων. Διαφορετική απάντηση επιδέχεται και το ερώτημα εάν οι γνώσεις για τη γλώσσα -ειδικά αυτές για τη σημασία της- έχει νόημα να διαχωριστούν από αυτές που αφορούν γενικότερα τον κόσμο. Στην παραγωγή τώρα της ομιλίας τίθεται κυρίως το ζήτημα του κατά πόσο η προς διατύπωση σκέψη προηγείται της λεκτικής της σχηματοποίησης ή οι δύο διεργασίες διαπλέκονται εξαρχής.

Τέλος, η σχέση γλώσσας και νόησης επανήλθε στο προσκήνιο από τη δεκαετία του '90 (Lucy 1992· Gumperz & Levinson 1996). Το ζήτημα είχε απασχολήσει έως και τη δεκαετία του '50 την ψυχολογία και την ανθρωπολογία της γλώσσας , όπως και την ψυχολογία της νόησης (βλ. κυρίως Vygotsky [1934] 1962). Περιθωριοποιήθηκε όμως από τη δεκαετία του '60, γιατί κυριάρχησε η αντίληψη ότι αφενός η γλώσσα συνιστά παντελώς αυτόνομο υποσύστημα του νου και ειδικότερα απλό κώδικα μετάφρασης, αφετέρου η σκέψη είναι οικουμενική (βλ. Pinker [1994] 2000). Η αναζωογόνηση της συζήτησης οφείλεται και στην ανάδυση του θεωρητικού αντίλογου στη γενετική θεωρία, κυρίως στα ρεύματα τηςγνωσιακής και λειτουργικής γλωσσολογίας όπου θεωρείται αδύνατη η περιγραφή του γλωσσικού συστήματος χωρίς αναφορά στο νόημα (βλ. Langacker 1987· Halliday 1983). Η γλώσσα και η εννοιοποίηση του κόσμου καθίστανται έτσι αλληλένδετα φαινόμενα και η δεύτερη δεν προϋπάρχει αναγκαστικά. Μάλιστα η γλωσσολογική περιγραφή του πώς σχηματοποιείται το νόημα διαγλωσσικά ανέδειξε τόσο οικουμενικές όσο και σχετικές σε κάθε γλώσσα διαστάσεις του (Τalmy 2000). Η ψυχογλωσσολογική έρευνα πρόσθεσε ότι οι διαφορές αυτές κατευθύνουν τους τρόπους με τους οποίους οι ομιλητές περιγράφουν συνήθως την εμπειρία τους, γεγονός που συνεπάγεται και διαφορές σκέψης κατά τη στιγμή της ομιλίας, τουλάχιστον (Slobin 1996). Η αναβίωση της υπόθεσης για τη σχετικότητα της σκέψης συνοδεύτηκε όμως τώρα από μια έμφαση και στις οικουμενικές της διαστάσεις, οι οποίες υποστηρίχτηκε ότι πηγάζουν από το κοινό σε όλα τα ανθρώπινα όντα βίωμα του σώματος στον φυσικό χώρο (Lakoff & Johnson 1999). Η συζήτηση μάλιστα ενεπλάκη με δύο κρίσιμα ζητήματα. Πρώτον, οδήγησε στο να θεωρηθεί πρωτεύον το ερώτημα του κατά πόσο η γλώσσα γενικότερα μπορεί να επηρεάζει νοητικές διεργασίες όπως η μνημονική ανάκληση και o σχηματισμός εννοιών (βλ. Carruthers & Boucher 1998· Gentner & Goldin-Meadow 2003). Δεύτερον, αναδείχτηκε το σύνθετο των υπό συζήτηση φαινομένων, καθώς υποδείχτηκε αντιστρόφως και ο καθορισμός της γλώσσας από τη νόηση, δηλαδή τους προγλωσσικούς τρόπους σκέψης και τις γνωσιακές διεργασίες (βλ. κατεξοχήν Langacker 1987), σε αντίθεση με την τσομσκιανή σύλληψή της ως παντελώς ανεξάρτητου κώδικα.

 

ΨΥΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ

Το ζήτημα της σχέσης γλώσσας και ψυχισμού αποτελεί πεδίο συνάντησης δύο επιστημονικών κλάδων: της γλωσσολογίας και της ψυχανάλυσης. Αν η πρώτη νομιμοποιείται εξ αντικειμένου, ως η επιστήμη που μελετά τη γλώσσα, η ψυχανάλυση διεκδικεί τη συμμετοχή της στη συζήτηση ως θεωρία που βασίζεται στην κλινική εμπειρία (Αλτουσέρ 1983), αφού η ομιλία του αναλυόμενου αποτελεί το μέσο για την επίτευξη του σκοπού της : της ανάδυσης του ασυνειδήτου -εκείνου του χώρου του ψυχισμού που δεν είναι προσβάσιμος στη συνείδηση- μέσω των ελεύθερων συνειρμών του αναλυόμενου και δι' αυτού της θεραπείας του. Κατά συνέπεια, το ερώτημα το οποίο τίθεται μέσα από την οπτική της συνάντησης των δύο αυτών κλάδων είναι ουσιαστικά η σχέση του ασυνειδήτου με τη γλώσσα, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο το ασυνείδητο συνδέεται με αυτή. Και αυτό μέσα από την κανονικότητα της ομιλίας και όχι μέσα από τις αποκλίσεις της, π.χ. τη γλωσσική παραδρομή ή το ευφυολόγημα, δύο "συμπτώματα" που, κατά τον θεμελιωτή της ψυχανάλυσης Σ. Φρόυντ, αναδεικνύουν γλωσσικά την ασυνείδητη επιθυμία.

Είναι προφανές ότι το ζήτημα δεν τίθεται ως δυνατότητα της γλώσσας να εκφράσει συναισθήματα, επιθυμίες που είναι συνειδητές και για τις οποίες ούτως ή άλλως υπάρχει γλωσσική αντιπροσώπευση· η γλώσσα διαθέτει τις σχετικές λέξεις γι' αυτά. Τόσο για την ψυχανάλυση όσο και για τη γλωσσολογία το υλικό είναι κοινό: η ομιλία του υποκειμένου. Η διαφορά είναι ότι για την ψυχανάλυση το υλικό αυτό απαιτεί διαφορετικό άκουσμα καιδιαφορετική επεξεργασία, με στόχο να αναδυθούν τόσο η ασυνείδητη επιθυμία όσο και το ασυνείδητο σύμπλεγμα, τα ιδιαίτερα δηλαδή στοιχεία της προσωπικής ιστορίας κάθε υποκειμένου που δομούν τη συναισθηματική του στάση απέναντι στα πράγματα και τη συμπεριφορά του. Εκ πρώτης όψεως τα πράγματα φαίνονται διιστάμενα, στον βαθμό που η αναζήτηση μέσα από το ίδιο υλικό έχει διαφορετικούς στόχους, αποσκοπεί σε διαφορετικής τάξης κατηγορίες: στη μια περίπτωση, στη γλώσσα, στον βαθμό που η γλωσσολογία επιδιώκει την περιγραφή και ερμηνεία του συστήματος της γλώσσας, κατά συνέπεια η γλώσσα είναι και μέσο και σκοπός· στη δεύτερη περίπτωση ο στόχος είναι η ανάδυση του ασυνειδήτου και η γλώσσα είναι το μέσο.

Σε αυτή την επιφύλαξη μπορεί να προστεθεί και το ότι η ομιλία που εκφέρεται στην ψυχαναλυτική συνεδρία αποτελεί λόγο μετασχηματισμένο, λόγο που δημιουργείται από το ψυχαναλυτικό πλαίσιο (Green 1984· 1997, 37), με την έννοια ότι οι συνθήκες μέσα στις οποίες εκφέρεται παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: Ο αναλυόμενος είναι ξαπλωμένος στο περίφημο ψυχαναλυτικό ντιβάνι, απευθύνεται σε έναν αποδέκτη "κρυμμένο", σε έναν αποδέκτη δηλαδή με τον οποίο δεν έχει οπτική επαφή και ο οποίος δεν απαντάει άμεσα -κυρίως ακούει-, ενώ η όλη επικοινωνία μαζί του εξ ορισμού περιορίζεται αποκλειστικά στη γλώσσα. Δύο ακόμη στοιχεία συνεισφέρουν στην ιδιοτυπία του λόγου αυτού: το ένα είναι το γεγονός ότι αυτό που λέγεται προκύπτει από την εφαρμογή του ελεύθερου συνειρμού, κατάσταση η οποία δεν είναι τόσο συχνή στην καθημερινή γλωσσική συνδιαλλαγή που είναι εστιασμένη σε ένα θέμα· το δεύτερο είναι ότι αυτό που λέγεται εκπορεύεται από τα μεταβιβαστικά συναισθήματα που αναπτύσσει ο αναλυόμενος προς τον ψυχαναλυτή, συναισθήματα δηλαδή που ενεργοποιούνται από τη θεραπευτική σχέση μαζί του και επαναφέρουν με ένταση στο τώρα της συνεδρίας -κατά συνέπεια, καθιστούν επίκαιρα- ανάλογα συναισθήματα της παιδικής ηλικίας.

Η ιδιοτυπία αυτή όμως που θα μπορούσε να θεωρηθεί μειονέκτημα για τη συνάντηση των δύο πεδίων, αποτελεί στην ουσία πλεονέκτημα, αφού το ψυχαναλυτικό πλαίσιο αναγκάζει τον ψυχικό μηχανισμό να μετασχηματιστεί στον μηχανισμό της γλώσσας (Green 1997, 37), αναγκάζει δηλαδή τον ψυχισμό να λεκτικοποιηθεί, να γίνει γλώσσα. Που σημαίνει να περάσει από ένα επίπεδο λειτουργίας, του ασυνειδήτου, όπου δεν υπάρχει γλώσσα, σε ένα άλλο επίπεδο λειτουργίας, του προσυνειδητού και του συνειδητού, όπου υφίσταται η γλώσσα. Που σημαίνει, επίσης, να κάνει τη μεταλλαγή από τον χώρο όπου δεν υπάρχει άρνηση και αντίφαση, δεν υπάρχει χρόνος, δεν υπάρχει άλλη πραγματικότητα εκτός από την ψυχική -αυτά είναι χαρακτηριστικά του ασυνειδήτου ( Freud [1915] 1980, 74)-, στον χώρο όπου εδρεύει η πραγματικότητα και οι διακρίσεις της, όπως αυτές κατηγοριοποιούνται από τη γλώσσα. Αυτός λοιπόν ο μετασχηματισμός από το ένα ψυχικό επίπεδο λειτουργίας στο άλλο βρίσκεται εν τω γεννάσθαι στην αναλυτική συνεδρία. Με αυτή την έννοια, ο "μετασχηματισμένος" λόγος της αναλυτικής συνεδρίας αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητο μάρτυρα τόσο για αυτό που υπάρχει στον ψυχισμό πριν να γίνει γλώσσα όσο και για την αλληλοδιαπλοκή τους.

Γιατί πριν από τη γλώσσα, πριν να αποκτήσουμε τη γλώσσα και να καταστούμε ομιλούντα υποκείμενα (Lacan 1966· Dor 1994), υπάρχει η επαφή μας, η σχέση μας με τα πράγματα. Και η σχέση αυτή είναι σχέση βιωματικά ενεργή, διαποτισμένη τόσο από τις αισθήσεις που αυτά μας προξενούν όσο και από τις αισθήσεις με τις οποίες τα προσλάβαμε -αισθήσεις οπτικές, απτικές, οσφρητικές. Η σχέση αυτή εμπεριέχει όμως και τον άλλον με τον οποίο στα πρώτα στάδια της ζωής μας είμαστε άμεσα συνδεδεμένοι (τη μητέρα κατά κύριο λόγο), που "υπό τη στέγη του" ή το βλέμμα του προσεγγίζουμε τον κόσμο και ο οποίος θα χρωματίσει και τη σχέση μας με αυτόν. Αυτός ο δρόμος, ο άμεσα βιωματικός και άμεσα αισθητηριακός, που δημιουργεί την υποκειμενική ιστορία του καθενός μας, φωλιάζει ή, καλύτερα, είναι χαραγμένος στον ψυχισμό μας. Το να μιλήσουμε όμως εξίσου άμεσα γι' αυτόν είναι ένα άλλο ζήτημα.

 

Γιατί η γλώσσα ως σύστημα σημείων θέτει το ζήτημα της αναπαράστασης. Και αναπαράσταση σημαίνει ότι, για να μπει ένα πράγμα στον χώρο της γλώσσας, πρέπει να γενικευθεί και να υποστεί αφαίρεση· δηλαδή να χάσει όλη τη βιωματική αμεσότητα της εμπειρίας -αυτό που βλέπουμε, ακούμε, μυρίζουμε, αισθανόμαστε- και να κατηγοριοποιηθεί. Αυτή είναι κατά βάση η λογική του γλωσσικού σημείου και, ειδικότερα, του σημαινόμενου: το πράγμα -αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας- γίνεται έννοια, γίνεται κατηγορία, γίνεται μια αφηρημένη νοητική εικόνα με βάση την οποία αναγνωρίζουμε όλα τα πράγματα που ανήκουν στην κατηγορία αυτή (βλ. και 1.1). Αυτό εννοεί ο Hegel όταν λέει ότι "ένα πράγμα πρέπει να φονευθεί για να μπορέσει να αναπαρασταθεί"· δηλαδή να εξαφανιστεί ως άμεσο πράγμα και να αντικατασταθεί από τη νοητική εικόνα του. Και αυτό εννοούμε, επίσης, όταν λέμε ότι η λέξη είναι το σημείο ενός πράγματος εν τη απουσία του· ότι το πράγμα δεν υπάρχει πια, αντικαταστάθηκε από τη λέξη, ότι η σχέση μας με αυτό διαμεσολαβήθηκε από τη γενίκευση και την αφαίρεση. Κατά συνέπεια, όσο και αν φαίνεται παράξενο, άμεσο βίωμα και γλώσσα είναι δύο πράγματα αλληλοαποκλειόμενα.

Ωστόσο, τη βιωματική αυτή αμεσότητα της σχέσης με τα πράγματα και με τις σχέσεις αποκαθιστά ο ψυχαναλυτικός λόγος, στον βαθμό που η ψυχαναλυτική διαδικασία ωθεί τη γλώσσα να επιστρέψει στην αρχέγονη μήτρα, όπου οι αισθήσεις για τα πράγματα ήταν ενεργές (βλ. Loewald 1978· Green 1984). Και είναι η επιρροή του πλαισίου που το κάνει αυτό. 'Οπως λέει ο Loewald (1978, 237), το πλαίσιο και η συναισθηματική φόρτιση που προκύπτει από αυτό, κινητοποιούν τον αναλυόμενο να λειτουργήσει με βάση τις πρωτογενείς διαδικασίες, που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία του ασυνειδήτου. Να διολισθήσει δηλαδή από τις δευτερογενείς διαδικασίες, που χαρακτηρίζουν το προσυνειδητό και το συνειδητό, σε ένα τρόπο ψυχονοητικής λειτουργίας που είναι πιο πρώιμος οντογενετικά και, ως εκ τούτου, κάνει να ηχήσει με μεγάλη ένταση αυτό που βιώνεται στη συνεδρία. Μέσα από αυτή τη διολίσθηση γίνεται η επιστροφή στην αμεσότητα των πραγμάτων. Και όχι μόνο των πραγμάτων αλλά και των λέξεων. Γιατί δεν μπορούμε να μη σκεφτούμε ότι η ίδια βιωματικότητα με την οποία διατρέχεται η πρωταρχική σχέση με το πράγμα, εμποτίζει και τα πρωταρχικά ακούσματα της λέξης· που σημαίνει ότι το ποιος, πότε μας είπε αυτή τη λέξη θα αφήσει και το ίχνος του στον ψυχισμό μας· ίχνος που αργότερα θα σφραγιστεί υπό το βάρος της γενίκευσης και της αφαίρεσης της γλώσσας, αλλά και θα παραμείνει λανθάνον στα όρια του προσυνειδητού (Fain 1984).

Κατά μία έννοια, η αφαίρεση και η γενίκευση, η αναλυτικότητα της γλώσσας και η δύναμή της να κατηγοριοποιεί την εξωτερική πραγματικότητα, όπως λέει ο γλωσσολόγος Benveniste (1966), είναι το τίμημα που πληρώνει ο άνθρωπος για να γίνει "κοινωνικός" άνθρωπος, δηλαδή άνθρωπος που επικοινωνεί μέσω της γλώσσας με τους άλλους, χάνοντας ή, καλύτερα, θάβοντας αυτό το κομμάτι της υποκειμενικής του επαφής με τα πράγματα. Από την άλλη όμως, η γλώσσα είναι αυτή που βάζει τάξη στο "χάος" της ολιστικής βίωσης, που χαρακτηρίζει την πρωταρχική -συγχωνευτική- σχέση του παιδιού με τον κόσμο -μέσω της μητέρας-, με το ναονοματίσει τα πράγματα· δηλαδή με το να διακρίνει τα μέρη από το όλο και νακατηγοριοποιήσει. Με αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε την αφαίρεση και τη γενίκευση ως πλεονέκτημα που εξηγεί με έναν άλλο τρόπο τον χαρακτηρισμό της ψυχαναλυτικής πρακτικής ως "θεραπείας διά του λόγου" (talking cure). Αφού η θεραπεία σε ένα -μικρό ή μεγάλο- μέρος της συνίσταται στο να αναδυθεί το ψυχικό τραύμα μέσω του λόγου, δηλαδή στο να γίνει λόγος αυτό το τμήμα του ψυχισμού που παραμένει σιωπηλό ακριβώς λόγω της οδύνης που ενέχει, η λεκτικοποίηση του τραύματος σημαίνει και τη μείωση της οδύνης: μιλάω γι' αυτό και πονάω λιγότερο· ή, όσο μιλάω γι' αυτό, τόσο μεγαλύτερη απόσταση παίρνω μέσα από την αφηρημένη και γενικευμένη γλώσσα μου· και έτσι επανασυγκροτώ τον εαυτό μου εμπεριέχοντας, δηλαδή κατηγοριοποιώντας, το τραύμα.

Αν όμως η γλώσσα με τις αναλυτικές της κατηγορίες οδηγεί στην απομάκρυνση από το άμεσα ενεργό βίωμα, ταυτόχρονα όμως προσπαθεί να επιστρέψει σε αυτό: τόσο σε οριακές μορφές λόγου, π.χ. στον μαγικό και προφητικό λόγο, όσο και σε μορφές που αποτελούν το ζωντανό, "κεντρικό", κομμάτι της: μεταφορά, πολυσημία, δεικτικότητα (Χριστίδης 2001α· 2001β). Η ψυχαναλυτική θεωρία μπόρεσε να εμπλουτίσει την ερμηνεία και κατανόηση όψεων της γλώσσας που είτε εξορίζονταν από το σώμα της γλώσσας ως περιθωριακές (π.χ. μεταφορά) είτε η τυπική ανάλυση δεν μπορούσε επαρκώς να ερμηνεύσει (π.χ. πολυσημία). Αντίστοιχα, η γλωσσολογία στη συνάντησή της με την ψυχανάλυση συνέβαλε σε καινούριεςθεωρητικοποιήσεις για το ασυνείδητο (Lacan 1966· 1971· βλ. και Dor 1994) και έδωσε το έναυσμα για προβληματισμούς σε σχέση με τη γλώσσα στο αναλυτικό πλαίσιο (Green 1984). Γίνεται εμφανές ότι η συνάντηση των δύο πεδίων μπορεί να συνεισφέρει και προς τις δύο κατευθύνσεις. Και δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς: ο άνθρωπος διεπιδρά με την πραγματικότητα ως ολότητα σωματική, ψυχική και νοητική. Ο επιστημονικός τεμαχισμός είναι θεμιτός, εφόσον δεν ξεχνάμε αυτή τη συστατική ιδιότητα του ανθρώπινου όντος. Και μέσα από αυτή την ολότητα μπορούμε να προσεγγίσουμε τις εκδηλώσεις του, όπως η γλώσσα.