Δικανική γλωσσολογία: η μελέτη της γλώσσας στο νομικό πλαίσιο

Η συνεισφορά της επιστήμης αυτής στο νομικό πλαίσιο είναι βαρύνουσας σημασίας

 ΓΛΩΣΣΟΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

*Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

 Η εξέλιξη της επιστήμης της γλωσσολογίας αναδύει παράλληλα υποκλάδους της οι οποίοι μπορούν να λειτουργούν διεπιστημονικά, όπως αυτός της δικανικής γλωσσολογίας. Η δικανική γλωσσολογία αναφέρεται στην επιστήμη που χρησιμοποιεί μεθόδους και πρακτικές της γλωσσολογίας για τη μελέτη της γλώσσας του νομικού συστήματος αλλά και της εγκληματολογικής έρευνας. Ο όρος στα αγγλικά είναι «forensic linguistics», ο οποίος εκτός από «δικανική γλωσσολογία» μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά και ως «δικαστική» ή «νομική γλωσσολογία».

 Η συνεισφορά της επιστήμης αυτής στο νομικό πλαίσιο είναι βαρύνουσας σημασίας. Πρώτιστα, επιχειρείται από τους γλωσσολόγους μία κατανόηση της γλώσσας των γραπτών νόμων, η οποία ενδεχομένως να αποβεί καθοριστική κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης. Σε άλλο επίπεδο, η δικανική γλωσσολογία προσπαθεί να κατανοήσει το πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα σε διάφορες νομικές διαδικασίες και τέλος να παράσχει γλωσσικές αποδείξεις.

 Μία από τις επιδιώξεις της δικανικής γλωσσολογίας είναι και η απόδειξη της πατρότητας ενός ανώνυμου απειλητικού μηνύματος – το οποίο ιδιαίτερα μετά τη ραγδαία ανάπτυξη της ψηφιακής επικοινωνίας – μπορεί να είναι και ηλεκτρονικό. Ο δικανικός γλωσσολόγος θα κληθεί να μελετήσει ενδελεχώς τη γλώσσα του μηνύματος, παρατηρώντας την ορθογραφία, τα σημεία στίξης, τα λεκτικά σύνολα ή/και το ύφος του κειμένου. Με αυτόν τον τρόπο, θα αποκαλυφθεί, αν το ανώνυμο μήνυμα είναι όμοιο ή όχι με άλλα μηνύματα ενός υπόπτου. Επίσης, κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης, ο γλωσσολόγος μπορεί να προβάλει μία γλωσσική ανάλυση ενός γραπτού νόμου που να λειτουργεί ευνοϊκά προς το κατηγορούμενο άτομο, δίνοντας έμφαση σε κάθε πτυχή του γλωσσικού εκφωνήματος (π.χ. στίξη, φθόγγοι κτλ.).

 Η δικανική γλωσσολογία εφαρμόζεται σε πληθώρα από περιοχές με κύριο σκοπό την εξιχνίαση μιας νομικής υπόθεσης. Αρχικά, ενδέχεται να χρησιμοποιεί την ανάλυση λόγου εξετάζοντας κυρίως τη δομή του προφορικού και του γραπτού λόγου ενός ατόμου. Επίσης, μελετά τη φωνή ενός υπόπτου, τους φθόγγους δηλαδή της ομιλίας, γι’ αυτό άλλωστε ονομάζεται και δικανική φωνητική. Ακόμη, σε ορισμένες περιπτώσεις επιχειρεί να αντιληφθεί τη διάλεκτο ενός ατόμου για να γίνει σύγκριση με άλλο ακουστικό υλικό του υπόπτου ή να εντοπίσει το γλωσσικό επίπεδο του υπόπτου για να μπορέσει να κατανοήσει, αν, για παράδειγμα, η ανυπακοή του στις υποδείξεις των αστυνομικών ήταν πράγματι απόρροια ελλιπούς γλωσσικού επιπέδου ή αποτέλεσμα άρνησης εκτέλεσης διαταγής.

 Ο συγκεκριμένος γλωσσολογικός κλάδος θεωρείται πολύ σημαντικός για την αποκωδικοποίηση των γλωσσικών νοημάτων σε νομικό επίπεδο, υποβοηθώντας παράλληλα το κοινωνικό έργο. Αυτό προβάλλει ταυτόχρονα την αναγκαιότητα για αλληλεπίδραση των διαφόρων επιστημών, οι οποίες λειτουργούν ενισχυτικά η μία προς την άλλη. Ακόμη, η εξειδίκευση σε έναν συγκεκριμένο κλάδο μιας επιστήμης – στην περίπτωσή μας στη δικανική γλωσσολογία – συμβάλλει στην ανάδυση νέων τεκμηρίων για τη λειτουργία της γλώσσας, πράγμα το οποίο δεν θα συνέβαινε, αν υπήρχε μόνο μία γενική τριβή με την επιστήμη της γλωσσολογίας.

 *Υποψήφιος Διδάκτορας Αναλ. Προγραμμάτων και Συγκρ. Παιδαγωγικής (Εκπαίδευση, Γλώσσα), Τμήμα Επιστημών Αγωγής, Πανεπιστήμιο Κύπρου, 

Ακολουθήστε μας στο Facebook: Γλωσσο-Συναντήσεις