Πότε τα αγγλικά έγιναν η κυρίαρχη γλώσσα του πλανήτη;

Η αγγλική είναι η διεθνής γλώσσα της επικοινωνίας, που μιλιέται σχεδόν από το ένα τέταρτο των κατοίκων του πλανήτη. H ανάδειξή της στη σημερινή κυρίαρχη θέση της δεν ήταν βέβαια τυχαία, αλλά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της εξάπλωσης της βρετανικής αυτοκρατορίας και, μεταγενέστερα, της επιρροής των Ηνωμένων Πολιτειών. H ιστορία όμως αυτής της ανάδειξης είναι ταυτόχρονα και το χρονικό της πρωτοφανούς επιτυχίας της προπαγάνδας που ασκήθηκε από μια ολιγάριθμη ομάδα, η οποία αποφάσισε να αξιοποιήσει πολιτικά τις δυνατότητες της αγγλικής γλώσσας.

 

Η Βρετανία πρόλαβε τη γλωσσική προπαγάνδα

Οι δάσκαλοι του 19ου αιώνα είχαν ήδη αντιληφθεί τη σχέση ανάμεσα στη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας και τη δημιουργία φιλοβρετανικών αισθημάτων στους μαθητές. Ωστόσο, μόλις μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε συνείδηση ότι η γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προπαγανδιστικούς λόγους, γεγονός που οδήγησε τη Βρετανία σε πρώτη φάση και αργότερα τις HΠA να εκπονήσουν σχέδιο που στόχο είχε να κάνει την αγγλική γλώσσα την κυρίαρχη του πλανήτη.

O οραματιστής αυτού του σχεδίου ήταν ο Pεξ Λίπερ, ένας ευφυής και γλωσσομαθής (μιλούσε πέντε γλώσσες) Αυστραλός που προσελήφθη το 1916 στην υπηρεσία προπαγάνδας του υπουργείου Πληροφοριών. Ήταν από αυτούς που διέκριναν πρώτοι τον κίνδυνο για την Ευρώπη από την άνοδο του Μουσολίνι και του Χίτλερ και τις βλέψεις του φασιστικού μηχανισμού πληροφόρησης.

Οι Ναζί γνώριζαν ότι η γλώσσα είναι όπλο και προωθούσαν το όραμά τους για μια παγκόσμια γερμανόφωνη αυτοκρατορία. O Pούντολφ Eς είχε διακηρύξει: «Όταν το Ράιχ θα γίνει εκατό χρονών, τα αγγλικά θα έχουν γίνει μια ασήμαντη γερμανική διάλεκτος».

Σχέδιο για τον «αγγλικό τρόπο» απάντησης στον εχθρό

Κατά τον Λίπερ, η Βρετανία δεν αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο. Υποστήριξε λοιπόν τον εξοπλισμό της, αλλά πάνω απ’ όλα συνέλαβε το σχέδιο για τον «αγγλικό τρόπο» απάντησης στον εχθρό. Το 1934, ύστερα από εισήγησή του, ιδρύθηκε ένας πολιτιστικός οργανισμός, το «Bρετανικό Συμβούλιο για τις Σχέσεις με τις Άλλες Χώρες», με στόχο την «εξάπλωση των βρετανικών ιδεών και του αγγλικού τρόπου ζωής και την ενθάρρυνση της εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας», με την πειθώ και όχι με προπαγανδιστικά μέσα.

Παρά τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο, οι στόχοι ήταν σαφώς πολιτικοί. Τα πρώτα γραφεία λειτούργησαν σε περιοχές με στρατηγική σημασία για το Λονδίνο, όπως στη Μέση Ανατολή, όπου το Σουέζ ήταν το πέρασμα για τις αποικίες στην Ασία. Επισήμως, το Bρετανικό Συμβούλιο ήταν ανεξάρτητος οργανισμός, αλλά χρηματοδοτούνταν από το κράτος και στην ουσία ήταν το πολιτιστικό τμήμα των πρεσβειών. Φυσικά, η διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας ήταν από τις βασικές λειτουργίες του οργανισμού.

Η γλώσσα των νικητών

Στο τέλος του πολέμου τα αγγλικά ήταν η γλώσσα των νικητών και εκατοντάδες χιλιάδες νέοι μαθητές είχαν έρθει σε επαφή με αυτή. «Σε μια γενιά τα αγγλικά μπορούν να γίνουν παγκόσμια γλώσσα, η δεύτερη γλώσσα σε όσες χώρες δεν είναι ήδη η πρώτη», αναφέρεται στο έγγραφο που αποτέλεσε την αρχή του μεγαλύτερου προγράμματος εξάπλωσης μιας γλώσσας.

Τόσο οι βρετανικές όσο και οι αμερικανικές κυβερνήσεις χρηματοδότησαν αδρά την ίδρυση πανεπιστημίων και κέντρων γλώσσας σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60 περίπου 350 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, δηλαδή το ένα δέκατο του πληθυσμού της γης, μιλούσε αγγλικά.

Η «αποίκηση» της Βρετανίας στη σκέψη

H Bρετανία είχε χάσει τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο, αλλά πίστευε ότι μέσω της γλώσσας μπορούσε να «αποικίσει» στη σκέψη. Και όχι μόνο. Σήμερα, καθώς οι νέες τεχνικές επικοινωνίας και τα οικονομικά συστήματα φτάνουν σε κάθε γωνιά του πλανήτη, η αγγλική γλώσσα εξακολουθεί να κρατά τα πρωτεία:

Κατέχει κυρίαρχη θέση ως διεθνής γλώσσα στους τομείς των επικοινωνιών, της επιστήμης, των επιχειρήσεων, της πολιτικής και της διπλωματίας, της ψυχαγωγίας, της αεροναυτιλίας και της ραδιοεπικοινωνίας, των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του διαδικτύου.

Αποτελεί μία από τις συνολικά έξι επίσημες γλώσσες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, μία από τις 23 επίσημες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – όπου κατέχει τη δεύτερη θέση ως μητρική γλώσσα και την πρώτη ως ξένη γλώσσα με ποσοστό 51%, τη μοναδική επίσημη της Κοινοπολιτείας των Εθνών, ενώ χρησιμοποιείται και σε πολλούς ακόμη διεθνείς οργανισμούς.

Επιπλέον, περισσότεροι από 1,5 δισεκατομμύρια πολίτες σε όλο τον κόσμο είναι σε θέση να τη μιλούν, έστω στοιχειωδώς.