Γλωσσολογία και μετάφραση: Η αναγκαιότητα υφολογικής προσέγγισης του πρωτοτύπου

Ο σύγχρονος κόσμος χαρακτηρίζεται ως ο κόσμος της επικοινωνίας. Τα πάντα γύρω μας συνηγορούν στη διατήρηση και στη βελτίωση κάθε μορφής επικοινωνίας. Βασικό γνώρισμα της είναι η γλώσσα -ο έναρθρος λόγος-, προνόμιο των ανθρώπινων κοινωνιών. Μολονότι οι νέες τεχνολογίες, η διεύρυνση των συνόρων και η οικουμενοποίηση του κόσμου διευκολύνουν τη μεταξύ κοινωνιών επικοινωνία, υπάρχουν ακόμα πολλά διαγλωσσικά και πολιτισμικά ζητήματα και διαφορές που αποτελούν πρόσκομμα στη διαδικασία αυτή. Σε αυτά καλείται να δώσει λύση η επιστήμη της μετάφρασης.

 

Καταρχάς, να υπογραμμίσουμε πως η μετάφραση ως πρακτική και διαδικασία είναι παλαιότατη, αν και ευρέως αναγνωρίστηκε και καθιερώθηκε στη συνείδηση των περισσοτέρων ως επιστήμη τα τελευταία χρόνια. Πάμπολλα παραδείγματα μας αποδεικνύουν πως η μετάφραση, προφορική ή/και γραπτή, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης εξέλιξης και πολιτισμού. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Michael Cronin «Μετάφραση και Παγκοσμιοποίηση» από τον μεταφραστή του, «Σύμφωνα με τους Alvarez και Vidal, οι πρώτες επαφές μεταξύ των ανθρώπινων κοινωνιών σηματοδότησαν την εμφάνιση μιας μορφής μεταφραστικής διαδικασίας». Οι μεταφράσεις των Λατίνων, όπως του Κικέρωνα (1ος αιώνας π.Χ) και του Οράτιου αλλά και του Αγίου Ιερώνυμου (4ος αιώνας μΧ), οι οποίοι μετέφρασαν κείμενα από τα ελληνικά, των Ιρλανδών ιεραποστόλων του 7ου αιώνα, που μεταφράζουν προς τα Λατινικά, και τα Ελληνικά κείμενα του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και του Αγίου Παύλου, του βασιλιά Αλφρέδου του Μέγα (9ος αιώνας), ο οποίος υποστήριξε τη μετάφραση, αλλά και μετέφρασε πολλά κείμενα από τα λατινικά στην καθομιλουμένη αγγλική γλώσσα, οι μεταφράσεις της Βίβλου κατά τον 16ο αιώνα, οι μεταφράσεις του Sir William Jones κατά τον 18ο αιώνα αλλά και οι σημερινές μεταφράσεις σύγχρονων και παλαιότερων κειμένων είναι ένα μόνο μικρό δείγμα της διαχρονικότητας της μετάφρασης, η οποία γεννήθηκε μαζί με την ανάγκη για επικοινωνία. Κάθε απόπειρα επικοινωνίας σηματοδοτεί και μια απόπειρα μετάφρασης.

Ο μεταφραστικός χώρος και όσοι εργάζονται σε αυτόν, που βάλλονται διαρκώς από ανακρίβειες, ελλιπείς πληροφορίες και κακόβουλες διαδόσεις, πολλές φορές καλούνται να δώσουν απαντήσεις: Σε τι συνίσταται η μετάφραση; Ποιος μπορεί να την κάνει; Είναι μια απλή μεταφορά λέξεων από τη μια γλώσσα στην άλλη, που μπορεί να πραγματοποιηθεί από τον οποιονδήποτε με τη βοήθεια ενός λεξικού; Είναι νέα ή παλιά επιστήμη; Είναι πράγματι επιστήμη ή πρόκειται για ταλέντο, τέχνη και κεκτημένη τεχνική; Είναι μια διαδικασία πολιτικής συνείδησης και κόστους για όποιον την εξασκεί; Είναι απαραίτητη για την κοινωνία ή είναι αποκομμένη από αυτήν; Έχει κανόνες και περιορισμούς;

Ο πληρέστερος, ίσως, ορισμός δίνεται από τον Ρωσοαμερικανό δομιστή Roman Jacobson, ο οποίος υποστηρίζει ότι η μετάφραση ορίζεται ως η διαδικασία κατά την οποία ο μεταφραστής προσπαθεί να ανασυνθέσει, με τον ακριβέστερο δυνατό τρόπο, ένα κείμενο από μια φυσική γλώσσα –γλώσσα πηγή– σε μια άλλη φυσική γλώσσα –γλώσσα στόχος. Ακριβέστερα, αυτός είναι ο ορισμός που δίνει στη διαγλωσσική μετάφραση ή αλλιώς μετάφραση καθεαυτή, η οποία αποτελεί τη μια από τις τρεις κατηγορίες μετάφρασης: 1)«ενδογλωσσική μετάφραση» ή «αναδιατύπωση», 2)«διαγλωσσική μετάφραση ή «μετάφραση καθεαυτή», και 3) «διασημειολογική μετάφραση» ή «μετάλλαξη»), έτσι όπως τις παρουσιάζει στη διατριβή του “On the linguistic aspects of Translation”.

της Όλγας Παπαδοπούλου