Τα αγγλικά είναι μία μη φωνολογική γλώσσα (άλλα ακούμε, άλλα διαβάζουμε, άλλα γράφουμε) πολύπλοκη για άτομα με ειδικές μαθησιακές ανάγκες και δυσκολίες μάθησης, απαιτείται λοιπόν μια ολοκληρωμένη ψυχοπαιδαγωγική υποστήριξη ώστε να πετύχουμε σωστά αποτελέσματα.
Με το πέρασμα των χρόνων έχουν ακουστεί και γραφτεί αρκετά σχετικά με τις μαθησιακές δυσκολίες που έρχονται αντιμέτωπα αρκετά παιδιά κατά την επαφή τους με τις μαθησιακές προκλήσεις τόσο του σχολείου όσο και των παράπλευρων εκπαιδευτικών τους δραστηριοτήτων. Όπως είναι λογικό, ολοένα και περισσότεροι γονείς συνειδητοποιούν και κατανοούν τις δυσκολίες αυτές των παιδιών τους και αναζητούν ειδική και σωστή ενημέρωση προκειμένου να χειριστούν ορθά την κατάσταση.
Συχνά οι γονείς των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες αναρωτιούνται, εάν είναι εφικτή η προσέγγιση των αγγλικών.Ένα παιδί με μαθησιακές δυσκολίες είναι δυνατό να αντιμετωπίζει τις ίδιες δυσκολίες στην αγγλική γλώσσα, όπως και στη μητρική του.Συγκεκριμένα, οι μικρές ή οι μεγάλες δυσκολίες των παιδιών στη γραμματική και στο συντακτικό της μητρικής γλώσσας ενδέχεται να εμφανιστούν και στα αγγλικά.
Τι είναι όμως οι Μαθησιακές Δυσκολίες?
Ο όρος «μαθησιακές δυσκολίες» χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα σύνολο διαταραχών που μειώνουν την ικανότητα ενός ατόμου να επικοινωνήσει ή να μάθει. Πρόκειται για ένα πολυσυλλεκτικό όρο που μπορεί να αναφέρεται σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, όπως: δυσκολίες αντίληψης, εγκεφαλικές δυσλειτουργίες, αυτισμό, δυσλεξία, αναπτυξιακή αφασία κ.α.
Η πρώτη φορά που ο όρος μαθησιακή δυσκολία εμφανίζεται στη βιβλιογραφία της ειδικής αγωγής είναι το 1963, από τον Samuel Kirk (Hammill, 1990). O Kirk χρησιμοποίησε αυτό τον όρο για να αναφερθεί στην περίπτωση ενός παιδιού και την αναντιστοιχία ανάμεσα στις εμφανείς ικανότητες του να μάθει και την τελική του απόδοση. Από τότε έχει παραχθεί ένα μεγάλο σύνολο ορισμών ανάλογα με την κυρίαρχη αντίληψη κάθε εποχής σχετικά με τη φύση των μαθησιακών δυσκολιών. Πρόκειται για μια διαδικασία που δεν έχει περατωθεί ακόμη: Η επιστημονική κοινότητα βρίσκεται σε μια διαρκή προσπάθεια για βελτίωση του ορισμού.
Σύμφωνα πάντως με έναν ευρέως αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα ορισμό, "οι μαθησιακές δυσκολίες είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών οι οποίες εκδηλώνονται με σημαντικές δυσκολίες στην πρόσκτηση και χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής, συλλογισμού ή μαθηματικών ικανοτήτων. Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο και αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και μπορεί να υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Προβλήματα σε συμπεριφορές αυτοελέγχου, κοινωνικής αντίληψης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης μπορεί να συνυπάρχουν με τις μαθησιακές δυσκολίες, αλλά δεν συνιστούν από μόνα τους μαθησιακές δυσκολίες''.
Στις μέρες μας μιλάμε πια για ειδικές μαθησιακές ανάγκες.
Μιλάμε για μαθησιακές δυσκολίες όταν οι σχολικές επιδόσεις είναι σημαντικά κατώτερες των δυνατοτήτων του παιδιού. Στον Ελλαδικό χώρο στα μισά παιδιά που παραπέμπονται για διάγνωση σε ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα η αιτία είναι οι Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες. Μολονότι οι Μαθησιακές Δυσκολίες παρουσιάζονται σε πολύ νεαρή ηλικία, οι διαταραχές αυτές συνήθως δεν αναγνωρίζονται μέχρι το παιδί να φτάσει στην σχολική ηλικία.
Οι μαθησιακές δυσκολίες είναι από τους πιο συχνούς λόγους προβλημάτων και αποτυχιών στο σχολείο. Για κάθε 10 παιδιά σχολικής ηλικίας το ένα τουλάχιστο παρουσιάζει μαθησιακές δυσκολίες.
Τα παιδιά αυτά έχουν συνήθως ένα κανονικό επίπεδο εξυπνάδας, προσπαθούν έντονα να ακολουθούν τις οδηγίες που τους δίνονται, κάνουν προσπάθειες να παραμένουν συγκεντρωμένα και επιδιώκουν να είναι καλοί μαθητές στο σχολείο και να συμπεριφέρονται καλά και στο σπίτι.
Παρά τις προσπάθειές τους αυτές όμως δεν καταφέρνουν να διεκπεραιώνουν τις σχολικές εργασίες και μένουν πίσω σε σχέση με τους συνομήλικους τους.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους ένα παιδί μπορεί να μη προχωρά καλά στο σχολείο και αυτό το γεγονός δημιουργεί σοβαρές ανησυχίες στους γονείς τους. Εκείνο που είναι σημαντικό είναι να αναγνωρισθεί η ακριβής αιτία του προβλήματος για να γίνει η κατάλληλη εξειδικευμένη και εξατομικευμένη για την περίπτωση αντιμετώπιση.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα πιστεύεται ότι οι μαθησιακές δυσκολίες οφείλονται σε δυσλειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος που επηρεάζουν τις ικανότητες λήψης, επεξεργασίας και μετάδοσης των πληροφοριών.
Μερικά από τα παιδιά αυτά είναι υπερκινητικά, δεν μπορούν να συγκεντρωθούν και αφαιρούνται εύκολα. Ο χρόνος κατά τον οποίο μπορούν να συγκεντρωθούν και να δώσουν προσοχή σε κάτι είναι μικρός. Δεν μπορούν να καθίσουν ήσυχα στον ίδιο τόπο έστω και για λίγο. Επίσης υπάρχουν οικογένειες που έχουν οικογενειακό ιστορικό με ανάλογες περιπτώσεις.
Οι γονείς πρέπει να είναι ενήμεροι για τα πιο συχνά σημεία που μπορεί να παρουσιάσουν παιδιά που έχουν μαθησιακές δυσκολίες. Είναι σημαντικό διότι μια έγκαιρη θεραπευτική προσέγγιση μπορεί να αποτρέψει την εξέλιξη της κατάστασης σε πολύ χειρότερο επίπεδο. Τα σημεία αυτά είναι:
- το παιδί παρουσιάζει δυσκολίες στο να καταλαβαίνει και να ακολουθεί οδηγίες.
- το παιδί έχει δυσκολίες στο να θυμάται τι του έχει μόλις πει κάποιος.
- παρουσιάζει προβλήματα στο διάβασμα, στη γραφή, στην ορθογραφία, στα μαθηματικά και έτσι αποτυγχάνει στο να κάνει σωστά τις σχολικές εργασίες.
- έχει δυσκολίες να ξεχωρίζει το δεξί από το αριστερό, να αναγνωρίζει τις λέξεις και έχει τάση να εναλλάσσει τα γράμματα, τους αριθμούς (πχ συγχύζει το 36 με το 63) και τις λέξεις.
- παρουσιάζει δυσκολίες συντονισμού στο περπάτημα, στα αθλήματα και σε δραστηριότητες όπως το να κρατά ένα μολύβι ή να δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών του.
- χάνει εύκολα ή τοποθετεί σε λάθος τόπο τις σχολικές εργασίες του, τα βιβλία του και άλλα αντικείμενα.
- έχει δυσκολίες στο να αντιληφθεί πλήρως την έννοια του χρόνου και συγχύζεται για παράδειγμα από έννοιες όπως χθες, σήμερα, αύριο.
Όταν παρουσιάζονται τέτοια προβλήματα είναι πολύ σημαντικό να τύχουν μιας ολοκληρωμένης αντιμετώπισης από ένα ειδικό, ο οποίος να είναι σε θέση να αξιολογήσει όλες τις διαφορετικές πτυχές του προβλήματος του παιδιού.
Οι μαθησιακές δυσκολίες στα παιδιά μπορούν ν' αντιμετωπισθούν με επιτυχία. Ειδικοί όπως παιδοψυχίατροι και παιδοψυχολόγοι μπορούν να βοηθήσουν και να συντονίσουν τη βοήθεια για το παιδί σε συνεργασία με τους γονείς και το σχολείο του παιδιού. Η αντιμετώπιση των Μαθησιακών Δυσκολιών ΟΜΩΣ είναι αποκλειστικά θέμα εκπαίδευσης και τα προτεινόμενα μοντέλα αποκατάστασης είναι πάντα μαθησιακά.
Το παιδί στην προσπάθειά του να μάθει, θα απογοητεύεται όλο και περισσότερο, θα έχει συναισθηματικά προβλήματα και θα του δημιουργηθούν αισθήματα χαμηλής αυτοεκτίμησης λόγω των επανειλημμένων αποτυχιών. Μάλιστα μερικά από τα παιδιά αυτά μπορεί να μην έχουν καλή συμπεριφορά στο σχολείο διότι προτιμούν να φαίνονται περισσότερο "κακά" παιδιά παρά να φαίνονται χαμηλών ικανοτήτων.
Η αντιμετώπιση πρέπει να είναι εξατομικευμένη ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού, να λαμβάνει υπ' όψη την οικογενειακή του κατάσταση, αξιολόγηση του μορφωτικού επιπέδου και συνεργασία με το σχολείο του παιδιού.
Η βοήθεια που χρειάζεται μπορεί να αφορά μόνο το παιδί αλλά μπορεί και όλη η οικογένεια να χρειάζεται κάποια θεραπευτική προσέγγιση. Είναι σημαντικό να ληφθούν μέτρα τόνωσης της αυτοπεποίθησης του παιδιού και να βοηθηθεί και η υπόλοιπη οικογένεια να αντιληφθεί και να προσαρμοστεί στην κατάσταση.
Οι πιο συνηθισμένες μαθησιακές δυσκολίες
ΔΥΣΛΕΞΙΑ ή ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ
Είναι η εξελικτική δυσκολία στην επεξεργασία του γραπτού λόγου και κατά συνέπεια δυσκολία στην ανάγνωση, δυσανάλογα επίμονη προς την ηλικία και το νοητικό δυναμικό του μαθητή, και επίσης επίμονη αδυναμία στην εκμάθηση της ορθογραφίας των λέξεων. Σε πολλές περιπτώσεις, η δυσλεξία φαίνεται να κληρονομείται. Δεν είναι ασθένεια, αλλά μια διαφορετικότητα στη δομή του εγκεφάλου, η οποία χρειάζεται ένα διαφορετικό τρόπο διδασκαλίας. Τα άτομα με δυσλεξία είναι χαρισματικά και πολύ παραγωγικά.
ΔΥΣΑΡΙΘΜΗΣΙΑ
Είναι η δυσκολία στην εκμάθηση των μαθηματικών εννοιών και δεξιοτήτων, παρά την απουσία εμφανούς διαταραχής, όπως κάποιο σύνδρομο ή νοητική υστέρηση. Η δυσαριθμησία μπορεί να είναι: α) αναπτυξιακή ή εξελικτική β) επίκτητη. Στην πρώτη περίπτωση, αναφερόμαστε σε άτομα σχολικής ηλικίας (μαθητές) που για πρώτη φορά έρχονται σε επαφή και αποκτούν μαθηματικές γνώσεις και δεξιότητες. Η δεύτερη αφορά άτομα που έχουν μάθει μαθηματικά, αλλά αργότερα, κατά την παιδική/εφηβική ή συχνότερα ενήλικη ζωή τους, χάνουν αυτή την ικανότητά τους, κάτι που οφείλεται σε μια επίκτητη διαταραχή που συνδέεται με κάποια βλάβη στον εγκέφαλο. Ο όρος «αναπτυξιακή» σημαίνει απλώς ότι το παιδί δεν αποκτά εύκολα μαθηματικές γνώσεις και δεξιότητες, και το πρόβλημα συνδέεται με την ποιότητα της αρχικής του μάθησης.
ΔΥΣΓΡΑΦΙΑ
Η δυσγραφία είναι ένα εξελισσόμενο πρόβλημα, προκαλεί κούραση στο γράψιμο, δυσχεραίνει τη γραπτή ανταλλαγή ιδεών, προκαλεί φτωχή οργάνωση του κειμένου τόσο σε επίπεδο γραμμής όσο και σε επίπεδο σελίδας. Είναι μια νευρολογική διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στη γραφή, με παραμορφώσεις ή λάθη. Τα παιδιά με αυτή τη διαταραχή σχηματίζουν γράμματα με λάθος μέγεθος ή και κατεύθυνση ή γράφουν λανθασμένες και με ορθογραφικά σφάλματα λέξεις, παρά τις οδηγίες για το αντίθετο. Επίσης, είναι πιθανό να έχουν και άλλες δυσκολίες μαθησιακές, αλλά συνήθως δεν έχουν κοινωνικές δυσκολίες.
ΔΥΣΑΝΑΓΝΩΣΙΑ
Η αιτιολογία της δυσαναγνωσίας δεν είναι σαφής, όπως συμβαίνει και με την πλειοψηφία των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών. Τα αίτιά της μπορεί να ποικίλλουν. Οι περισσότερες σύγχρονες έρευνες συμπεραίνουν ότι πρόκειται για πρόβλημα στην καταγραφή και επεξεργασία αυτού που βλέπουμε την ώρα της ανάγνωσης και μπορεί να επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι το περιβάλλον ή το φως. Πρόκειται για ανικανότητα του εγκεφάλου να αποκωδικοποιήσει οπτικά ερεθίσματα του κειμένου. Άλλη παράμετρος που ενδεχομένως μπορεί να εμπλέκεται είναι η φωνολογική αποκωδικοποίηση των ήχων. Όπως και να έχει, είναι γεγονός ότι μπορούμε να υποψιαστούμε από πολύ μικρή ηλικία ότι το παιδί μας παρουσιάζει ανάλογη δυσκολία. Στην αντιμετώπιση του προβλήματος, καθοριστικό ρόλο παίζει η έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση από το λογοθεραπευτή, που λύνει το πρόβλημα από τη ρίζα του. Έτσι, ανάλογα με το παιδί και το είδος της διαταραχής, η λύση μπορεί να είναι άμεση ή μακροχρόνια, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση επιλεγεί και καθοριστεί το ιδανικό θεραπευτικό πρόγραμμα, προσαρμοσμένο στις ανάγκες του εκάστοτε μαθητή.
ΔΥΣΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ
Σύμφωνα με την «Ελληνική Εταιρία Δυσλεξίας», η Δυσορθογραφία ορίζεται ως «η δυσκολία στην εκμάθηση της ορθογραφίας και των κανόνων που τη διέπουν». Επιπροσθέτως, ορίζεται ως η δυσκολία που αφορά την ικανότητα του παιδιού να αντιστοιχεί με ευκολία φωνήματα και γραφήματα. Η δυσκολία εντοπίζεται τόσο στο επίπεδο της λέξης, όσο και στο επίπεδο της σύνταξης, της πρότασης και της παραγράφου. Η Δυσορθογραφία ανήκει στις Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες. Μπορεί να συνυπάρχει με τη Δυσλεξία και οποιαδήποτε άλλη Μαθησιακή Δυσκολία ή να εμφανίζεται αυτόνομα.
- Λάθη στην τοποθέτηση των γραφημάτων στο χώρο.
- Αντιστροφές.
- Φωνολογικά λάθη.
- Λάθη χρήσης .
- Λάθη στη χρήση διαφορετικών γραμμάτων ενός ίδιου ήχου.
- Λάθη συμφωνίας γραμματικής κλίσης.
- Αντικατάσταση λέξεων.
- Ομόηχες λέξεις.
ΔΥΣΠΡΑΞΙΑ
Ο όρος αναφέρεται σε ειδική διαταραχή της περιοχής της ανάπτυξης των κινητικών δεξιοτήτων. Τα άτομα με δυσπραξία έχουν τη δυσκολία να σχεδιάσουν και να ολοκληρώσουν μια πράξη. Υπολογίζεται ότι περίπου το 6% των παιδιών εμφανίζει σημάδια δυσπραξίας, και το 70% αυτών είναι αγόρια.Μπορεί να επηρεάσει όλες τις φάσεις και πτυχές της ανάπτυξης του παιδιού, συμπεριλαμβανομένης και της φυσικής, κοινωνικής, μνήμη, γλώσσα, οργανοληπτική ανάπτυξης, πνευματικής και συναισθηματική ανάπτυξης.
ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΠΡΟΣΟΧΗΣ & ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ - (ΔΕΠ - Υ)
Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής ΔΕΠ-Υ αποτελεί μια αναπτυξιακή διαταραχή με νευροβιολογική βάση και έχει δύο κύρια συμπτώματα: το μικρό εύρος προσοχής και τον παρορμητισμό και την έντονη κινητικότητα. Για να μπει η διάγνωση θα πρέπει κάποια από τα συμπτώματα να έχουν εμφανιστεί πριν την ηλικία των 7 ετών και οι δυσκολίες που προκύπτουν από τη διαταραχή να είναι εμφανείς σε δύο τουλάχιστον περιβάλλοντα (π.χ. στο σπίτι και στο σχολείο). Όταν τα παιδιά αυτά πάνε σχολείο: δεν μπορούν να εστιάσουν την προσοχή τους, μοιάζουν αφηρημένα, δεν ακούν τι λέει ο δάσκαλος, σηκώνονται από τη θέση τους, η προσοχή τους διασπάται με το παραμικρό, δεν μπορούν να ολοκληρώσουν τα μαθήματα τους, ξεχνούν τα βιβλία τους και τα μολύβια τους, απαντούν στον δάσκαλο χωρίς να περιμένουν τη σειρά τους ή χωρίς να ερωτηθούν, διακόπτουν, δεν περιμένουν στη γραμμή για να μπουν στην τάξη, δεν ακολουθούν τους κανόνες των παιγνιδιών όταν παίζουν με τα άλλα παιδιά.Η διαταραχή αυτή είναι πολύ συχνή κυρίως στα αγόρια και τα χαρακτηριστικά της είναι τρία: η υπερκινητικότητα, η ελλειμματική προσοχή και η παρορμητικότητα.
Aγγλικά και Μαθησιακές Δυσκολίες
Σύμφωνα με μελέτες τα Αγγλικά είναι η πιο δύσκολη γλώσσα για τα άτομα με δυσλεξία. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί η αγγλική γλώσσα είναι μια μη φωνητική γλώσσα (άλλα διαβάζουμε και άλλα γράφουμε), έχει 26 γράμματα με 44 ήχους, χαρακτηρίζεται ως αδιαφανής λόγω του ότι δε διδάσκονται οι ορθογραφικοί και φωνολογικοί της κανόνες ενώ θα έπρεπε και έχει γραφήματα με καθρεφτικές διαφορές και ομοιότητες ( b, d, p, q, g) που δυσκολεύουν πολύ τα άτομα με δυσλεξία τόσο στην ανάγνωση όσο και στην γραφή. Σε σχέση με την ελληνική γλώσσα που είναι φωνητική, τα λάθη που παρουσιάζουν οι μαθητές με δυσλεξία διαφέρουν. Στην μεν ελληνική τα λάθη είναι γραμματικά, ενώ στην αγγλική τα λάθη είναι κυρίως φωνολογικά.
Σύμφωνα με έρευνες λοιπόν το μάθημα στα αγγλικά πρέπει απαραίτητα να προσαρμόζεται στις ανάγκες, τα ενδιαφέροντα,τις ικανότητες, το μαθησιακό στυλ (learning style) και την μαθησιακή ετοιμότητα του κάθε παιδιού, όπως ορίζουν οι βασικές αρχές της τεχνικής της διαφοροποιημένης διδασκαλίας που χρησιμοποιείτε σε ποιοτικούς χώρους παγκοσμίως. Για τους παραπάνω λόγους είναι αυτονόητο ότι η αγγλική ως ξένη γλώσσα μπορεί να διδαχτεί αποτελεσματικά σε μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες από καθηγητές αγγλικών με εξειδίκευση ή επιμόρφωση στις ειδικές μαθησιακές ανάγκες.
Επιπλέων, ο «πολυαισθητηριακός» τρόπος διδασκαλίας βοηθά πολύ και είναι απαραίτητος στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας σε παιδιά με δυσλεξία και άλλες ειδικές μαθησιακές ανάγκες (ΕΜΑ) ενώ ταυτόχρονα είναι ευεργετικός για όλους τους μαθητές της τάξης. Ο εκπαιδευτικός εκτός από τη λεκτική διδασκαλία πρέπει να χρησιμοποιεί χρώμα, εικόνα, ήχο, αφή και σώμα σε μια προσπάθεια παρουσίασης του μαθήματος (γραμματική, λεξιλόγιο, συντακτικό) με βιωματικό «ζωντανό» τρόπο, διότι όταν διδάσκει μόνο με λεκτικές οδηγίες όλα περνάνε πολύ «άτονα» στη αντίληψη του μαθητή με δυσλεξία, με αποτέλεσμα να χάνει το ενδιαφέρον του, να αποθαρρύνεται και να μειώνετε πολύ η επίδοση του. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι μόνο ότι μπορέσει να βιώσει και να αισθανθεί ο μαθητής με ΜΔ, θα καταφέρει τελικά να κατανοήσει και να μάθει.
Σε αυτή την προσπάθεια βοηθά πολύ η χρήση διαδραστικών πινάκων, η χρήση υλικού όπως πλαστελίνη και ελαστικά αντικείμενα που μπορούν να παίρνουν διάφορες μορφές και να οπτικοποιούν αφηρημένες έννοιες, η χρήση συγκεκριμένων βιβλίων και υλικού που βοηθούν στη διδασκαλίας της αγγλικής σε παιδιά με ΜΔ, καθώς επίσης η χρήση της κίνησης του σώματος και της αφής ως υποστηρικτικό μέσο ενδυνάμωσης κάθε γλωσσικής πληροφορίας.
Αν και οι δυσκολίες στο μαθησιακό τομέα είναι ποικίλλες δεν έχουν όλα τα παιδιά τις ίδιες δυσκολίες ούτε είναι απαραίτητο ένα παιδί να εμφανίζει όλα τα χαρακτηριστικά συμπτώματα. Μερικά από τα γνωρίσματα που παρουσιάζουν τα παιδιά με μαθησιακές ανάγκες κατά την εκμάθηση των Αγγλικών είναι τα εξής:
ΔΙΑΒΑΣΜΑ-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
- διαβάζουν αργά, συλλαβιστά, χωρίς άνεση και ροή.
- δυσκολεύονται να διακρίνουν γράμματα που μοιάζουν οπτικά (π.χ.: b/d, m/n, l/t, u/n., p/d).
- παραποιούν λέξεις που μοιάζουν οπτικά π.χ.: διαβάζουν horse αντί house, team αντί meat.
- δεν κατανοούν πλήρως το αναγνωσμένο κείμενο.
- πηδούν ή χάνουν τη σειρά που βρίσκονται όταν διαβάζουν.
- δεν σταματούν στα σημεία στίξης.
Συμβουλές/Tips
- Ενδιαφέροντα μικρά κείμενα.
- Παράφραση δύσκολων σημείων.
- Ταυτόχρονη ανάγνωση με το δάσκαλο.
- Λίστα με λέξεις – εικόνες.
ΓΡΑΠΤΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
- παραλείπουν, προσθέτουν ή αντιμεταθέτουν γράμματα ή και συλλαβές (kood αντί could, wood αντί would).
- μπερδεύουν φθόγγους που συγγενεύουν φωνολογικά (π.χ.: b/d, th/w).
- δεν διακρίνουν την ηχητική διαφορά μεταξύ λέξεων που μοιάζουν ηχητικά (think/thing, back/bag, not/nod).
- αντιστρέφουν γράμματα (π.χ.: p/b, b/d, d/q/).
- κάνουν λάθη στις αποστρόφους (γράφουν Toms' book αντί για Tom's book).
- δυσκολεύονται με γραμματικές δομές που μοιάζουν (its leg / it is morning).
- δεν βάζουν τελείες.
- κάνουν ορθογραφικά λάθη σε λέξεις που έχουν διδαχθεί συστηματικά.
- δεν τηρούν τα απαραίτητα διαστήματα μεταξύ λέξεων.
- δυσκολεύονται να γράψουν πάνω στις γραμμές του φύλλου εργασίας
- κρατούν το μολύβι αδέξια.
- η εμφάνιση του γραπτού τους είναι ακατάστατη (μουντζούρες).
- δυσκολεύονται να αναπτύξουν τις ιδέες και τις σκέψεις τους γραπτώς.
Συμβουλές/Tips
- Κίνητρο.
- Σχεδιάγραμμα.
- Pair work- βοηθός γραφής.
- Αποφυγή κόκκινου χρώματος.
- ΕΝΘΑΡΥΝΣΗ- ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ – ΑΝΤΑΜΕΙΒΗ.Σέβομαι τις ανάγκες του μαθητή.
SPEAKING/ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
- δεν κατανοούν σύνθετες προτάσεις ή οδηγίες
- δεν καταλαβαίνουν μεταφορές, παρομοιώσεις ή τις πολλαπλές έννοιες μιας λέξης (it's raining cats and dogs)
- δυσκολεύονται με τις προθέσεις και την έννοιά τους.
- δεν καταφέρνουν να συντάξουν σωστά τα λόγια τους
- δεν μπορούν να κατανοήσουν γλωσσολογικά στοιχεία που εκφράζουν σχέσεις σύγκρισης, χώρου, χρόνου
- δυσκολεύονται να επιλέξουν και να χρησιμοποιήσουν την κατάλληλη λέξη καθώς μιλούν με αποτέλεσμα να κολλάνε, να χρησιμοποιούν ακατάλληλες λέξεις ή να καταφεύγουν σε γκριμάτσες προκειμένου να επικοινωνήσουν
- παραλείπουν άρθρα, υποκείμενα, αντικείμενα όταν μιλούν
- μπερδεύουν τη σειρά στους χρόνους των ρημάτων (shake - shaken – shook αντί shake - shook - shaken)
- δυσκολεύονται να μάθουν το λεξιλόγιο
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
- παρουσιάζουν κοινωνική ανωριμότητα σε σύγκριση με τους συνομίληκούς τους
- δεν παίρνουν υπόψη τις ανάγκες και την κοινωνική θέση του συνομιλητή τους με αποτέλεσμα ο δεύτερος να
- αδυνατεί να παρακολουθήσει τη συζήτηση γιατί του λείπουν απαραίτητες πληροφορίες
- δεν ζητούν επεξηγήσεις όταν δεν κατανοούν κάποια πληροφορία
- δυσκολεύονται να διακρίνουν καιν να ερμηνεύσουν μη λεκτικές πληροφορίες που μας βοηθούν να αναλύσουμε τη συναισθηματική κατάσταση του συνομιλητή μας (έκφραση προσώπου, τόνος φωνής, κινήσεις του σώματος)
- δυσκολεύονται να διατηρήσουν μια συζήτηση
ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΠΡΟΣΟΧΗΣ
Ενα μεγάλο ποσοστό παιδιών με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζει υπερκινητικότητα, διάσπαση προσοχής και παρορμητικότητα. Η προσοχή τους διασπάται εύκολα. Δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν στη σχολική δουλειά ή σε άλλες δραστηριότητες που απαιτούν προσοχή.
Σε μεγαλύτερη ηλικία πιθανόν να κινούν συνέχεια τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα χείλη τους ή ακόμα και τη γλώσσα τους. Η παρορμητικότητά τους εκφράζεται με το να ενεργούν χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες των πράξεών τους, με αδυναμία να οργανώσουν τη δουλειά τους ή να περιμένουν τη σειρά τους σε ομαδικές δραστηριότητες και με ανάγκη για επίβλεψη. Πιθανόν να εμφανίζουν δογματική στάση και αδιαλλαξία. Επίσης, μπορεί να μη λαμβάνουν υπόψη τους εναλλακτικές λύσεις για την επίλυση ενός προβλήματος.
ΟΠΤΙΚΟΚΙΝΗΤΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ
- δυσκολεύονται να κουμπώσουν τα κουμπιά τους ή να κλείσουν το φερμουάρ στα ρούχα τους
- δεν καταφέρνουν να δέσουν τα κορδόνια στα παπούτσια τους
- δυσκολεύονται με παιχνίδια όπως τα LEGO
- δυσκολεύονται ν΄αντιγράψουν από τον πίνακα
- αδυνατούν να κάνουν ποδήλατο ή να ασχοληθούν με αθλήματα που έχουν σχέση με την μπάλα
ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ
Μπερδεύονται με την έννοια της σειράς και της διαδοχής. Επομένως, δυσκολεύονται με ακολουθίες όπως η αλφαβήτα, οι μέρες της εβδομάδας, οι μήνες του χρόνου.
ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ
Δυσκολεύονται στην κατανόηση χρονικών εννοιών (χθες, αύριο, μεθαύριο, κ.λ.π). Αδυνατούν να προσανατολιστούν στο χώρο.
Είναι αλήθεια λοιπόν ότι τα παιδιά με μαθησιακές ανάγκες-δυσκολίες μπορούν να πετύχουν στην εκμάθηση της αγγλικής ως ξένη γλώσσας εάν ο εκπαιδευτικός είναι κατάλληλα εκπαιδευμένος ώστε η διδασκαλία του να 'αγγίζει' αποτελεσματικά παιδιά με ειδικές μαθησιακές ανάγκες. Ας μην ξεχνάμε ότι οι μαθητές με δυσλεξία έχουν φυσιολογική ή και άνω του μέσου όρου νοημοσύνη και αν δεν μπορούν να μάθουν με τον τρόπο που εμείς διδάσκουμε, τότε προφανώς πρέπει να μάθουμε να διδάσκουμε με τον τρόπο που εκείνοι μαθαίνουν.