Ως αποκατάσταση θεωρείται η εκπαίδευση ή η επανεκπαίδευση των παιδιών ή των ενηλίκων που παρουσιάζουν τις παραπάνω διαταραχές σε οποιοδήποτε βαθμό. Στην εξέλιξη και εδραίωση του κλάδου έχουν συμβάλλει η ιατρική, η γλωσσολογία, η παιδαγωγική, η ψυχολογία, η ακουστική, οι κοινωνικές επιστήμες, καθώς και η σύγχρονη τεχνολογία.
Στο επίπεδο της θεραπευτικής προσέγγισης ενός παιδιού, η λογοθεραπεία ανήκει στον τομέα των ειδικών επανεκπαιδεύσεων - μαζί με την ψυχοκινητική, την ψυχοπαιδαγωγική ή ειδική παιδαγωγική (στα πλαίσια των οποίων θα μπορούσαμε να εντάξουμε τη μουσικοθεραπεία ή τη θεραπεία μέσω της έκφρασης ή της τέχνης) και την εργοθεραπεία - , διαφοροποιούμενη έτσι από τον τομέα της κλασικής παιδαγωγικής δράσης και από τον τομέα των ψυχοθεραπειών. Οι διαφοροποιήσεις αυτές είναι εν μέρει σχηματικές, αν λάβει κανείς υπόψη του, αφενός, την ανάγκη ομαδικής θεραπευτικής και παιδαγωγικής δουλειάς ως προς τα παιδιά, που τείνει σε ένα συνθετικό πνεύμα κατανόησης των προβλημάτων και σε ένα συντονισμό των δράσεων· αφετέρου, τη θεραπευτική διάσταση οποιασδήποτε παιδαγωγικής δράσης, όταν αυτή λειτουργεί μέσα σε ένα συνολικό πνεύμα υποστήριξης των δυνατοτήτων του παιδιού, τόνωσης της αυτοεκτίμησής του και αναγνώρισης της διάστασης της ευχαρίστησης που συνδέεται με την άσκηση κάθε λειτουργίας (όπως συμβαίνει και με τον λόγο, προφορικό ή γραπτό). Με άλλα λόγια, ένα μεγάλο μέρος κάθε δράσης επανεκπαίδευσης στοχεύει στην αποκατάσταση μιας ικανοποιητικής εικόνας του εαυτού για το παιδί. Για τους παραπάνω λόγους, λογοθεραπευτικές ή άλλες δράσεις επανεκπαίδευσης, όταν υφίστανται ως μεμονωμένες, αυτάρκεις και μηχανιστικές δράσεις, μπορούν να έχουν ιδιαιτέρως αρνητικά αποτελέσματα.
Oι διαταραχές του λόγου, της φωνής και της ομιλίας εμφανίζονται στο παιδί, στον έφηβο και στον ενήλικο με διάφορες μορφές, που στη σημερινή εποχή εντοπίζονται εύκολα και κατά ένα μεγάλο μέρος μπορούν να αποκατασταθούν σε ικανοποιητικό βαθμό. Δεν είναι όμως πάντα εύκολο να καθοριστεί η αιτιοπαθογένεση των διαταραχών αυτών, η οποία μπορεί να είναι σύνθετη και να συνδυάζει μια αλληλοδιαπλοκή βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων. Σε πολλές επίσης περιπτώσεις συναντώνται περισσότερες από μία διαταραχές, γεγονός που τροποποιεί πολλές φορές τη θεραπευτική αντιμετώπιση, επιβάλλοντας την προσαρμογή της θεραπείας σε κάθε περίπτωση. Έτσι κι αλλιώς, η εξατομίκευση των θεραπειών ισχύει ως γενική αρχή.
Η λογοπεδική εξέταση
Η λογοπεδική εξέταση γίνεται:
- μετά από αίτημα των γονιών, είτε διότι αντιλαμβάνονται ότι το παιδί τους παρουσιάζει προβλήματα σχετικά με τη γλώσσα είτε επειδή τους είναι πιο εύκολο να χρησιμοποιήσουν αυτό το σύμπτωμα για να ζητήσουν έμμεσα βοήθεια για άλλα προβλήματα, τα οποία πολλές φορές αρνούνται και οι ίδιοι να δουν. Στη δεύτερη περίπτωση είναι σημαντικό η λογοπεδική εξέταση να αποτελεί ένα πρώτο βήμα για μια περαιτέρω πληρέστερη προσέγγιση του συνολικού προβλήματος, που μπορεί να είναι ένα πρόβλημα στη σχέση γονιών-παιδιού ή μια άλλη ψυχική διαταραχή που εκφράζεται και ως γλωσσικό πρόβλημα. Δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις, οι λογοπεδικές ή άλλες εξετάσεις σχετικά με τη γλώσσα, τον γραπτό λόγο ή τη σχολική επίδοση κλείνονται στον εαυτό τους, απαντώντας κατά γράμμα στο έμμεσο αίτημα ή στην άρνηση των γονιών, χωρίς να θέλουν να αναγνωρίσουν το συνολικότερο πρόβλημα που υπάρχει και να προβούν σε μια αναγκαία διεύρυνση της θεραπευτικής δουλειάς με το παιδί και τους γονείς. Σε αυτό τον κακώς νοούμενο "επαγγελματισμό", σε συνδυασμό με μια ιδιόμορφη κοινωνική δυναμική και εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα, οφείλονται οι τάσεις διόγκωσης ή και πληθωρισμού των διαγνώσεων τύπου "δυσλεξίας", που συχνά επικαλύπτουν - για κάποιο χρονικό διάστημα- συνθετότερα και σοβαρότερα διαγνωστικά προβλήματα, επιβαρύνοντάς τα μακροπρόθεσμα, καθώς αναβάλλουν την αντιμετώπιση του προβλήματος μέσω απλής χορήγησης πιστοποιητικών ή περιορισμένης εμβέλειας επανεκπαιδεύσεων, που πολλές φορές ενεργούν ενισχύοντας την παθολογία. Ως αποτέλεσμα βλέπει κανείς παιδιά να φτάνουν στην εφηβεία, χωρίς να έχει διαγνωστεί ή αντιμετωπιστεί ποτέ πραγματικά το πρόβλημα τους, το οποίο εκφράζεται μεν και μέσω της μαθησιακής-σχολικής τους επίδοσης ή μέσω της γλωσσικής τους έκφρασης, αλλά σαφώς δεν περιορίζεται σε αυτό το επίπεδο. Είναι σημαντικό να τονιστεί αυτή η διάσταση των πραγμάτων, γιατί πολλές από τις καταστάσεις που εμφανίζονται στο γυμνάσιο ή το λύκειο ως ιδιόμορφες μαθησιακές ή σχολικές δυσκολίες μπορούν να αποτελούν απλώς τη συνέπεια προηγουμένων διαγνωστικών σφαλμάτων και μιας αλληλουχίας κακών ή αδέξιων "θεραπευτικών" χειρισμών (π.χ. η παραγνώριση πίσω από τη διάγνωση "μαθησιακά προβλήματα" μιας καταθλιπτικής διαδικασίας στο παιδί ή μιας πολύπλοκης οικογενειακής δυναμικής και η επιβάρυνσή της μέσω μιας άκαμπτης παιδαγωγικής επανεκπαίδευσης του παιδιού, που ενισχύει τα αισθήματα αποτυχίας και αυτοϋποτίμησής του).
- Μετά από επισήμανση του προβλήματος από τον εκπαιδευτικό, ήδη ακόμη από το νηπιαγωγείο ή τον παιδικό σταθμό. Σε μεγαλύτερες ηλικίες η σχολική αποτυχία αποτελεί τον βασικό λόγο κινητοποίησης του εκπαιδευτικού.
- Μετά από ιατρική παραπομπή (π.χ. παιδίατρος, παιδοψυχίατρος), ή μετά από παραπομπή από άλλον ειδικό (π.χ. ψυχολόγος).
Η λογοπεδική εξέταση είναι μια κλινική εξέταση που επιτρέπει την εκτίμηση της ποιότητας της γλωσσικής ανάπτυξης, σε συνάρτηση με τη γενικότερη ανάπτυξη του παιδιού, και εντοπίζει τις γλωσσικές αποκλίσεις σε επίπεδο φωνητικό (μορφής), σημασιολογικό (περιεχομένου), συντακτικό (δομής) και πραγματολογικό (χρήσης). Προχωρά επίσης σε μια εκτίμηση των γνωσιακών δυνατοτήτων, της επιθυμίας για επικοινωνία, του ρόλου του περιβάλλοντος, και της οικογενειακής ιστορίας σε σχέση με τη γλώσσα και διευρύνεται στον γραπτό λόγο ανάλογα με την ηλικία. Πρόκειται για μια εξέταση που δεν περιορίζεται σε ποσοτικές αποκλειστικά μεθόδους καταμέτρησης και αξιολόγησης, αλλά αναπτύσσεται κυρίως σε μια ποιοτική κατεύθυνση με θεραπευτική οπτική. Για τον λόγο αυτό οι λογοπεδικές διαγνώσεις (όπως και κάθε διάγνωση) δεν πρέπει να αποτελούν οριστικές και τελεσίδικες προβλέψεις για το γλωσσικό ή σχολικό μέλλον ενός παιδιού και να παγιώνουν τις δυνατότητες εξέλιξής του. Η διαφορά μεταξύ μιας δυναμικής και προσεκτικής κατανόησης της διαταραχής και μιας στατικής και μεγαλόσχημης διατύπωσής της μπορεί να είναι ριζικής σημασίας για το μέλλον ενός παιδιού. Στην πρώτη περίπτωση ανοίγεται ένας αισιόδοξος θεραπευτικός ορίζοντας, που λαμβάνει υπόψή του την κατανόηση του παιδιού μέσα στο περιβάλλον του και επιδιώκει την ενίσχυση των δυνατοτήτων του. Στη δεύτερη περίπτωση το παιδί και η οικογένειά του εγκλωβίζονται σε μια διάγνωση που λειτουργεί ως σκοτεινή μοίρα.
Η ηλικία γύρω στα πέντε χρόνια θεωρείται κλασικά ως η πλέον κατάλληλη για να γίνει μια λογοπεδική αξιολόγηση και να ξεκινήσει μια επανεκπαίδευση. Παρ' όλα αυτά σε πολλές περιπτώσεις είναι απαραίτητο η αξιολόγηση και η κατάλληλη συμβουλευτική ή θεραπευτική παρέμβαση να γίνουν πιο νωρίς (π.χ. κωφότης, τρισωμία, "φυσιολογικός" τραυλισμός σε ηλικία 3 χρόνων, μεγάλη καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου). Μεγάλος αριθμός παιδιών παραπέμπεται για εξέταση με καθυστέρηση, κυρίως λόγω δυσκολιών τους στον γραπτό λόγο και με αφορμή τη σχολική τους αποτυχία (από οκτώ μέχρι δεκαέξι χρόνων). Οι επανεκπαιδεύσεις παρουσιάζουν ιδιαίτερες δυσκολίες, όταν πολύτιμος χρόνος έχει χαθεί και, επιπλέον, έχουν συσσωρευθεί τα προβλήματα και έχει εγκατασταθεί ένας φαύλος κύκλος αποτυχιών και αντιδράσεων σε αυτές.
Σε περιπτώσεις εφήβων η λογοπεδική εξέταση ζητείται, κάποιες φορές και μετά από δικό τους αίτημα, για τους παρακάτω λόγους:
- Επανεμφάνιση τραυλισμού: αποτελεί έναν από τους πιο συχνούς λόγους αιτήματος βοήθειας κατά την εφηβεία
- Συνειδητοποίηση μιας διαταραχής της άρθρωσης που είχε παραμεληθεί μέχρι τότε
- Δυσκολίες στον γραπτό λόγο οι οποίες αποτελούν εμπόδιο για την παραπέρα συνέχιση των σπουδών ή επαγγελματική εξέλιξη
- Διαταραχές στο επίπεδο της φωνής (π.χ. ένας έφηβος που ενοχλείται από την υπερβολικά "ψιλή" φωνή του).
Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να εξετάζεται προσεκτικά το αίτημα του εφήβου, ανεξάρτητα από το αίτημα των γονιών ή του σχολείου, ώστε να του προτείνεται σε κάθε περίπτωση η απάντηση που του ταιριάζει και την οποία θα επενδύσει έτσι ώστε η θεραπευτική προσπάθεια να έχει πιθανότητες επιτυχίας.
Η στενή συνεργασία του σχολείου με καλά στελεχωμένες ιατροπαιδαγωγικές ή παιδοψυχιατρικές υπηρεσίες θα μπορούσε να συμβάλει θετικά στην επαρκή αντιμετώπιση μαθητών με σχολική αποτυχία ή με άλλα προβλήματα στη σχολική τους ένταξη. Δυστυχώς οι αντίστοιχες δημόσιες υπηρεσίες είναι για την ώρα ανεπαρκείς σε αριθμό και σε στελέχωση. Οι προβλεπόμενες θέσεις λογοθεραπευτών είναι ελάχιστες. Αντίθετα υπάρχει πλέον ένας αρκετά αυξημένος αριθμός λογοθεραπευτών που εργάζονται ιδιωτικά, πράγμα το οποίο ευνοεί και η σχετικά ικανοποιητική κάλυψη της λογοθεραπείας από τα ασφαλιστικά ταμεία. Παρ' όλα αυτά παραμένει ως επιστημονικό και κοινωνικό ζητούμενο η περαιτέρω ανάπτυξη πολυδύναμων ομάδων ψυχικής υγείας των παιδιών και των εφήβων σε δημόσιο και σε πανεπιστημιακό επίπεδο, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα αντίβαρο στις επιστημονικές και κοινωνικές συνέπειες μιας υπερβολικής "ιδιωτικοποίησης" και ενός κακώς νοούμενου "επαγγελματισμού". Ο χώρος των "μαθησιακών" προβλημάτων (βλ. 7.1) και των πάσης φύσεως "δυσλεξιών" απoτέλεσε δυστυχώς στην Ελλάδα, πρώτα και κύρια, μια αγορά "μαγικών" λύσεων, που χαρακτηρίστηκαν από την απουσία επιστημονικής σοβαρότητας και ήθους. Στη συνέχεια, ίσως μπορέσουν να εμφανιστούν και ως επιστημονικό αντικείμενο.
Γρηγόρης Αμπατζόγλου - Γιάννης Τζιαρός