Η επίδραση της Δυσλεξίας στην εκμάθηση ξένης γλώσσας

Εισαγωγή (Μύθοι και Πραγματικότητα)

 

Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί τα τελευταία χρόνια σχετικά με τις μαθησιακές δυσκολίες και ιδιαίτερα σχετικά με την δυσλεξία η οποία είναι και η πιο συνηθισμένη μορφή αυτών των δυσκολιών. Το θέμα απασχολεί πια όχι μόνο τους ειδικούς αλλά και τους γονείς που έχοντας έρθει αντιμέτωποι με μια πρόκληση που καλούνται να αντιμετωπίσουν, αναζητούν γνώση και ενημέρωση για να μπορέσουν να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά προς αυτή την κατεύθυνση.

 

Το μεγαλύτερο τμήμα συγγραφικού έργου (άρθρα, μελέτες, επιστημονικές εργασίες) εστιάζεται κατά βάση στην δυσλεξία σε σχέση με την μητρική γλώσσα του ατόμου. Τι συμβαίνει όμως με την δυσλεξία σε σχέση με την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας; Είναι εφικτό το δυσλεξικό άτομο να μάθει μια ξένη γλώσσα; Πώς επηρεάζεται αυτή η διαδικασία; Ποιες είναι οι δυσκολίες που προκύπτουν και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν;

 

Το άρθρο που ακολουθεί επιχειρεί να κάνει μια σύντομη εισαγωγή στο θέμα της δυσλεξίας θέτοντας κάποια βασικά θέματα σχετικά με την φύση της συγκεκριμένης μαθησιακής δυσκολίας ενώ επόμενο άρθρο θα καταπιαστεί με τον τρόπο που αυτή επιδρά στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας.

 

Το άτομο γεννιέται με δυσλεξία;

 

Η δυσλεξία είναι εγγενής διαταραχή, το οποίο σημαίνει ότι το άτομο γεννιέται με αυτή. Συνήθως γίνεται αντιληπτή κατά την διάρκεια της σχολικής ζωής οπότε το άτομο έχει εμπλακεί σε διαδικασία μάθησης και τα σημάδια δυσκολιών έχουν αρχίσει να γίνονται εμφανή. Αποδίδεται σε πιθανή δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος ενώ πολλοί ερευνητές έχουν επίσης εστιάσει και στον κληρονομικό παράγοντα ως αιτία εμφάνισης της, χωρίς να απουσιάζει όμως και η επίδραση του περιβάλλοντος.

 

Δεν είναι σπάνιες οι φορές που η δυσλεξία εμφανίζεται ως οικογενειακή διαταραχή, παρατηρείται δηλαδή σε περισσότερα από ένα μέλη της ίδιας οικογένειας και αυτό γίνεται συνήθως αντιληπτό την στιγμή που ενώ έχει διαγνωστεί δυσλεξία στο παιδί ο γονιός συνειδητοποιεί ότι , χωρίς να το έχει εντοπίσει ο ίδιος ή να έχει απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό λόγω δυσκολιών που αντιμετωπίζει μέσα στα χρόνια , εμφανίζει ακόμα ή εμφάνιζε παλιότερα (για παράδειγμα την περίοδο που ήταν και ο ίδιος μαθητής) συμπτώματα ανάλογα με αυτά που τώρα ο ειδικός εντοπίζει στο παιδί του .

 

Πέρα από την παραπάνω μορφή δυσλεξίας υπάρχει και η επίκτητη δυσλεξία που μπορεί να εμφανιστεί στο άτομο μετά από κάποιο ατύχημα το οποίο οδήγησε σε απώλεια δεξιοτήτων / ικανοτήτων που είχε αποκτήσει το άτομο κατά την διάρκεια της ζωής του. Το είδος δυσλεξίας στο οποίο αυτό το άρθρο επικεντρώνεται είναι η δυσλεξία ως αναπτυξιακή διαταραχή και όχι αυτή που το άτομο αποκτά στη διάρκεια της ζωής του.

 

Η δυσλεξία σχετίζεται με χαμηλό δείκτη ευφυίας του παιδιού;

 

Από την πλευρά κάποιων γονιών υπάρχει αρκετές φορές διστακτικότητα στο να παραδεχτούν στο περιβάλλον τους ή ακόμα και στον εκπαιδευτικό που αναλαμβάνει το παιδί τους στο σχολικό περιβάλλον ή στο πλαίσιο φροντιστηρίου ή ιδιαίτερων μαθημάτων ότι υπάρχει διάγνωση για δυσλεξία από φόβο μήπως αυτό θεωρηθεί χαμηλότερου νοητικού δυναμικού.

 

Στην πραγματικότητα, ένας από ους πρώτους παράγοντες που εξετάζεται πριν ο ειδικός προχωρήσει σε περαιτέρω αξιολόγηση ή και διάγνωση είναι ο δείκτης ευφυΐας του παιδιού. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο δείκτης αυτός να είναι σε φυσιολογικό τουλάχιστον επίπεδο ή ακόμα και σε ανώτερο του φυσιολογικού επίπεδου. Σε αντίθετη περίπτωση, ο όρος δυσλεξία ως διάγνωση απορρίπτεται και ο ειδικός στρέφεται σε άλλα αίτια προκειμένου να εντοπίσει την ρίζα των δυσκολιών που αντιμετωπίζει το παιδί.

 

Η αποδοχή της ύπαρξης της διαταραχής και η απενοχοποίηση των γονιών απέναντι σε αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικές παράμετροι καθώς αφενός τους βοηθούν να αναζητήσουν πιο εύκολα βοήθεια και υποστήριξη από τον ειδικό και αφετέρου, σε συναισθηματικό και ψυχολογικό επίπεδο, διευκολύνουν το παιδί να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα χωρίς να θεωρεί ότι πρέπει να ντρέπεται ή να νιώθει μειονεκτικά λόγω της διαφορετικότητας του.

 

Η δυσλεξία “θεραπεύεται”;

 

Ως εγγενής διαταραχή υπάρχει στο άτομο από την αρχή της ζωής του και το συνοδεύει καθ’όλη την διάρκειά της. Καθώς το άτομο αναπτύσσεται είναι πιθανό να αλλάζει μορφή και να διαφοροποιείται σε σχέση με παλιότερα στάδια, πάντα όμως με κάποιο τρόπο θα κάνει αισθητή την παρουσία της. Η έγκαιρη παρέμβαση και η ειδική διδασκαλία βοηθά σταδιακά το δυσλεξικό άτομο να ανταποκρίνεται με μεγαλύτερη επιτυχία στην μαθησιακή διαδικασία.

Η χρήση των κατάλληλων μεθόδων και στρατηγικών διδασκαλίας μπορεί να διασφαλίσει ότι δεν επιβαρύνουμε το δυσλεξικό παιδί με ένα φορτίο που δεν μπορεί να αντέξει και το οποίο σταδιακά θα οδηγήσει σε αποτυχία, απώλεια κινήτρου, άγχος και προβλήματα συμπεριφοράς που συχνά συνυπάρχουν με καταστάσεις ανάλογες με αυτή που μόλις περιγράφηκε. Είναι σημαντικό το παιδί που αντιμετωπίζει μαθησιακές δυσκολίες να νιώσει ότι εμπλέκεται σε μια ενδιαφέρουσα διαδικασία που αξίζει πραγματικά τον κόπο, ώστε να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη.

 

Η δυσλεξία αφορά μόνο στον γραπτό λόγο;

 

Σύμφωνα με το Βρετανικό Ινστιτούτο Δυσλεξίας, η δυσλεξία προκαλεί δυσκολίες στην εκμάθηση ανάγνωσης, γραφής και ορθογραφίας. Κατά συνέπεια, σχετίζεται ιδιαίτερα με την εκμάθηση του γραπτού λόγου χωρίς όμως να αποκλείεται το γεγονός ότι και ο προφορικός λόγος μπορεί να επηρεαστεί.

 

Ο δυσλεκτικός μαθητής μπορεί να μάθει ξένες γλώσσες;

 

Η μνήμη (βραχύχρονη και μακρόχρονη) είναι ένας από τους τομείς που επηρεάζονται ιδιαίτερα από την δυσλεξία. Τα ελλείμματα μνήμης που εμφανίζονται στο δυσλεξικό άτομο πέρα από την μητρική αναμένεται να επηρεάσουν και την εκμάθηση της ξένης γλώσσας. Το κομμάτι του λεξιλογίου για παράδειγμα, που αποτελεί πολύ σημαντικό τμήμα της εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας στηρίζεται κατά βάση στην μνήμη, οπότε όταν αυτή δυσλειτουργεί, δυσχεραίνεται η προσπάθεια του ατόμου να ανταποκριθεί με επιτυχία σε έναν σταδιακά αυξανόμενο όγκο εργασιών και υποχρεώσεων.

 

Η ένταξη του δυσλεξικού μαθητή σε μια τάξη με άλλους μαθητές θεωρητικά του ίδιου επιπέδου ή σε τάξη που απαρτίζεται από μαθητές διαφορετικών επιπέδων και δυνατοτήτων όπως συνήθως συμβαίνει στο σχολείο, δεν μπορεί να ωφελήσει το παιδί αν ο σχεδιασμός διδασκαλίας δεν είναι τέτοιος ώστε να προνοεί για την επαρκή κάλυψη των αναγκών του. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να είναι εκπαιδευμένος κατάλληλα ώστε με την χρήση κατάλληλων τεχνικών και μεθόδων να μπορέσει να παρέχει στον δυσλεξικό μαθητή την ενίσχυση που χρειάζεται προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί με επιτυχία στην εκμάθηση ενός νέου γλωσσικού κώδικα.

 

Η σωστή προσέγγιση από την πλευρά του εκπαιδευτικού, ο οποίος θα πρέπει να είναι καταρτισμένος και άρα γνώστης της φύσης και των τρόπων αντιμετώπισης των μαθησιακών δυσκολιών, θα βοηθήσει το παιδί να νιώσει μεγαλύτερη ασφάλεια σε ένα πλαίσιο στο οποίο θα είναι ικανό να βιώσει θετικά συναισθήματα μέσα από την επιτυχία , θα τονώσει την αυτοπεποίθησή του, θα ενισχύσει το κίνητρό του, θα βοηθήσει στην μείωση του άγχους και στην θετική στάση προς τη γλώσσα με τελικό αποτέλεσμα την καλύτερη επίδοσή του σε αυτή. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση για τον εκπαιδευτικό – να μπορέσει μέσα από την επιλογή του κατάλληλου τρόπου διδασκαλίας να «εμποδίσει» τον δυσλεξικό μαθητή να νιώσει ανία και ματαίωση και τελικά να οδηγηθεί σε εγκατάλειψη της προσπάθειας για την επίτευξη του στόχου του.