Ο συναισθηματικός κόσμος του παιδιού με δυσλεξία

Για τα παιδιά με δυσλεξία η ανάγνωση, η γραφή και ο συλλαβισμός αποτελούν τα πρωταρχικά προβλήματα, τα οποία ενδέχεται να οδηγήσουν σε δευτερογενή συμπτώματα.

 

 

Η δυσλεξία, λόγω των δυσλειτουργιών που εμπεριέχει, δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον ψυχικό κόσμο των παιδιών. Συνδέεται με κοινωνικά προβλήματα, συμπεριφοράς και συναισθηματικές δυσκολίες. Μερικά από αυτά είναι η αδιαφορία, τα χαμηλά κίνητρα, η διασπαστική συμπεριφορά, το άγχος, η ανασφάλεια, η άρνηση, ο θυμός, η ενοχή και η ντροπή.

Τα αρνητικά συναισθήματα της απογοήτευσης και της αποθάρρυνσης που νιώθουν τα παιδιά με δυσλεξία, έχουν ως βάση την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των άλλων. Βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά όταν πρωτοπηγαίνουν σχολείο.

Το παιδί με δυσλεξία συχνά δίνει την εντύπωση ότι απαντάει τυχαία, ότι δεν προσέχει ή και ακόμα ότι τεμπελιάζει. Το ίδιο καταβάλλει κοπιαστική προσπάθεια για να ανταπεξέλθει στις σχολικές του απαιτήσεις, αλλά χωρίς ικανοποιητικά αποτελέσματα, με συνέπεια να αποτυγχάνει, να αποκαρδιώνεται και να εγκαταλείπει την προσπάθεια. Ο εκπαιδευτικός που δεν κατανοεί τη φύση της δυσκολίας του παιδιού συχνά εκλαμβάνει εσφαλμένα τη συναφή συμπεριφορά του ως τεμπελιά , αδιαφορία για τη σχολική μάθηση, ανυπακοή, ισχυρογνωμοσύνη και του προσδίδει τους ανάλογους χαρακτηρισμούς. Το συναίσθημα της αποτυχίας το συναντάμε αρκετά συχνά σε ένα παιδί με δυσλεξία. Αυτό που νιώθει το παιδί σε καθημερινή βάση είναι η ματαίωση, το συναίσθημα δηλαδή πως ό,τι και να κάνει όσο και αν προσπαθήσει δεν θα τα καταφέρει. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται το ρόλο τους, την αξία τους και την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους, στο μεγαλύτερο βαθμό μέσα από το σχολικό περιβάλλον. Όταν τα παιδιά πετυχαίνουν στο σχολείο, το πιθανότερο είναι ότι θα αναπτύξουν θετικά συναισθήματα για τον εαυτό τους και θετικούς στόχους για τη ζωή τους. Αντίθετα, τα παιδιά που αποτυγχάνουν και απογοητεύονται στο σχολείο τις περισσότερες φορές νιώθουν κατώτερα από τους άλλους και ότι η προσπάθειά τους δεν είναι ποτέ αρκετή. Μπορεί να νιώθουν αδύναμα και ανίκανα σε ένα περιβάλλον που δεν μπορούν να ελέγξουν.

Οι περισσότερες έρευνες υποστηρίζουν ότι η δυσλεξία δεν έχει αρνητική επίπτωση μόνο στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης και της αυτοπεποίθησης των παιδιών, αλλά και στις κοινωνικές τους δεξιότητες. Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές Edwards (1994), Humphrey και Mullins (2002) αναφέρουν ότι τα παιδιά με δυσλεξία αναπτύσσουν προβληματικές σχέσεις, απομονώνονται και δεν ανοίγουν τον εαυτό τους στους συνομηλίκους τους. Όπως γίνεται αντιληπτό τα παιδιά που είναι απομονωμένα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας τους, εξαιτίας της έλλειψης κοινωνικής εμπειρίας. Αντίθετα, οι καλές σχέσεις με τους συνομηλίκους τους θεωρούνται προγνωστικό στοιχείο για τη θετική εξέλιξη του παιδιού. Έχει παρατηρηθεί ότι τα παιδιά που νιώθουν να είναι αποδεκτά από τους συνομηλίκους τους παρουσιάζουν λιγότερα προβλήματα «εσωτερίκευσης» (όπως χαμηλή αυτοεκτίμηση και καταθλιπτικό συναίσθημα) και έχουν καλύτερες βαθμολογίες στις κλίμακες ικανοτήτων και προσαρμογής. Ο Sullivan, λοιπόν, διατύπωσε την άποψη της «αναγκαιότητας της φιλίας» για τη φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού, τονίζοντας ότι χωρίς φιλικές σχέσεις οι πιθανότητες για επιτυχημένη ανάπτυξη ενός παιδιού συρρικνώνονται. Επιπρόσθετα, υποστήριξε ότι μέσω της αλληλεπίδρασης με τους φίλους τα παιδιά αποκτούν ένα ρεπερτόριο αποτελεσματικών κοινωνικών συμπεριφορών, αυξάνεται η αυτοπεποίθησή τους και μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να υπάρξει βελτίωση προβληματικών συμπεριφορών.

Συνοψίζοντας, τα παιδιά με δυσλεξία σηκώνουν ένα βαρύ συναισθηματικό φορτίο εξαιτίας της έλλειψης πληροφόρησης και εκπαίδευσης των ειδικοτήτων που εμπλέκονται, της μη παροχής ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών και της έλλειψης αποδοχής της διαφορετικότητας. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να καλλιεργεί το κατάλληλο κλίμα στη σχολική τάξη, όχι μόνο με σκοπό τη μάθηση, αλλά και για να προάγει τις κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του δυσλεκτικού παιδιού και των συνομηλίκων του, οι οποίες παίζουν καθοριστικό ρόλο για την μετέπειτα εξέλιξή του. Η αντίληψη ότι όλα τα παιδιά έχουν τα ίδια δικαιώματα στη μάθηση και στην εκπαίδευση πρέπει να αποτελεί βασική αρχή των εκπαιδευτικών.

Επιμέλεια – Συγγραφή άρθρου: Βάλια Τσιαφούλη