Η αιτιολογία της Δυσλεξίας

Στην έρευνα που αφορά στην ειδική αγωγή και ιδιαίτερα τους μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες, έχουν διατυπωθεί και αναπτυχθεί θεωρίες που έχουν ως στόχο να εξηγήσουν την προέλευση αυτών των δυσκολιών.

 

Η υπόθεση του φωνολογικού ελλείμματος θεωρείται από πολλούς ερευνητές ως η κυριότερη θεωρία στην αιτιολογία της δυσλεξίας καθώς αναφέρεται σε γνωσιακά ελλείμματα που σχετίζονται με τη φωνολογική επίγνωση (Shaywitz, 2003). Τα δυσλεξικά παιδιά παρουσιάζουν δυσκολίες στη φωνολογική επεξεργασία, η οποία περιλαμβάνει την κατάτμηση των λέξεων σε φωνήματα,  την κωδικοποίηση-αποκωδικοποίηση των οπτικών συμβόλων και την άρθρωσή τους (Καραπέτσας, 1997).

 

Τρία είδη φωνολογικής επεξεργασίας που συνδέονται με την κατάκτηση της αναγνωστικής ικανότητας υπάρχουν: η φωνολογική επίγνωση που συνίσταται στην ικανότητα πρόσβασης του παιδιού στη φωνητική δομή της προφορικής γλώσσας, η φωνολογική μνήμη αναφέρεται στην κωδικοποίηση των φωνολογικών πληροφοριών για την προσωρινή τους συγκράτηση στην εργαζόμενη μνήμη και η ταχύτητα ανάκλησης μεμονωμένων γραμμάτων, λέξεων, αντικειμένων, σχημάτων που απαιτεί την ανάκτηση των πληροφοριών από τη μακρόχρονη μνήμη (Torgesen, 1996). Ο τομέας της εργαζόμενης μνήμης που συγκρατούνται οι φωνολογικές πληροφορίες ονομάζεται φωνολογικό κανάλι και αποτελείται από δύο μέρη που λειτουργούν από κοινού, τη φωνολογική μνήμη και την αρθρωτική διαδικασία ελέγχου. Η φωνολογική μνήμη μπορεί να θεωρηθεί ως χώρος καταγραφής ακουστικών πληροφοριών που διατηρούνται μέχρι 2 δευτερόλεπτα. Η αρθρωτική διαδικασία ελέγχου επιτρέπει να μπουν μη φωνολογικές πληροφορίες στη φωνολογική μνήμη αφού πρώτα τις μετατρέψει σε φωνολογικές και επιπλέον βοηθάει να συγκρατηθούν οι πληροφορίες στη φωνολογική μνήμη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 2 δευτερολέπτων. Σε αυτήν την υπόθεση στηρίζεται το γεγονός ότι οι δυσλεξικοί διαθέτουν φτωχό λεξιλόγιο και μειωμένες ικανότητες έκφρασης στο γραπτό, αλλά και στον προφορικό λόγο (Stanovich & Siegel, 1994).

 

Ο διδάσκαλος οφείλει να δώσει μεγάλη προσοχή στη διδασκαλία της φωνολογικής ενημερότητας στο νηπιαγωγείο και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού και να βοηθήσει τα παιδιά στην κατάκτησή της. Υπάρχουν απλές ασκήσεις που μπορεί να εφαρμόσει προκειμένου να επιτύχει το στόχο του, όπως το να ενθαρρύνει το παιδί να επαναλαμβάνει και να επιμηκύνει μια πρόταση, να συμπληρώνει τις λέξεις που ομοιοκαταληκτούν στα τραγούδια και τα ποιήματα, να φτιάχνει κολάζ ή να ζωγραφίζει εικόνες λέξεων που ομοιοκαταληκτούν (π.χ. λεμόνι-πεπόνι), να βρίσκει αντικείμενα που το όνομά τους έχει δύο, τρεις ή τέσσερις συλλαβές, να βρίσκει λέξεις που αρχίζουν από μία συγκεκριμένη συλλαβή, (π.χ. λέξεις που αρχίζουν από κα-), να βρίσκει πρόσωπα, ζώα, πράγματα και να χτυπάει παλαμάκια τον αριθμό των συλλαβών τους (Γιαννικοπούλου, 2003).

 

Mια βιολογική άποψη αναφορικά με την αιτιολογία της δυσλεξίας είναι η θεωρία της παρεγκεφαλίδας που στηρίζεται στο ότι η παρεγκεφαλίδα των δυσλεξικών ατόμων δυσλειτουργεί και έτσι υπάρχουν πολλές δυσκολίες στο γνωστικό επίπεδο. Η παρεγκεφαλίδα είναι υπεύθυνη πρώτον, για τον κινητικό έλεγχο και συνεπώς για την άρθρωση του λόγου και δεύτερον για την αυτοματοποίηση των καθηκόντων που μαθαίνονται συνεχώς, η οποία επηρεάζει την μάθηση της αντιστοιχίας του γραφήματος- φωνήματος (Nicolson & Fawcett, 2011).

 

Καθώς η δυσλεξία φαίνεται να συνδέεται με τις αντιληπτικές ικανότητες του ατόμου, τα ελλείμματα στην οπτική αντίληψη συνετέλεσαν στη διαμόρφωση της θεωρίας του αντιληπτικού ελλείμματος (Pennington, 1990). Τα δυσλεξικά παιδιά εμφανίζουν προβλήματα ακολουθίας και προσανατολισμού κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης, δηλαδή συγχέουν παρόμοια ως προς την οπτική τους μορφή γράμματα όπως το δ με το ρ. Σε αυτή τη θεωρία, εντάσσονται και οι δυσκολίες προσανατολισμού στο χώρο, η δυσκολία να αποδώσουν στο χαρτί ένα σχήμα (κινητική αναπαράσταση), καθώς και η δυσκολία διάκρισης του αριστερού από το δεξί, τα οποία αποτελούν πρώιμο δείκτη για παιδιά προσχολικής ηλικίας ότι βρίσκονται σε κίνδυνο να εμφανίσουν δυσλεξία στη σχολική τους ηλικία (Στασινός, 1999).

 

Μια άλλη θεωρία εξετάζει τους μηχανισμούς της προσοχής  για την εκδήλωση δυσλεξίας (Hari & Renvall, 2001).Οι διαταραγμένοι μηχανισμοί της προσοχής αλληλεπιδρούν με την κωδικοποίηση μιας σειράς – αλληλουχίας γραμμάτων, προκαλώντας σύγχυση των γραμμάτων και των λέξεων ως οπτικά σύνολα. Επιπρόσθετα, τα δυσλεξικά παιδιά έχουν ελλείμματα στη μνήμη, κυρίως την οπτική, την ακουστική-λεκτική και την βραχύχρονη μνήμη.

 

H θεωρία της ελλειμματικής ακουστικής επεξεργασίας (Tallal, 1980) υποστηρίζει ότι τα δυσλεξικά άτομα παρουσιάζουν δυσκολία στην ταχεία ακουστική επεξεργασία, δηλαδή στην επεξεργασία ακουστικών ερεθισμάτων με ταχεία χρονική διαδοχή. Εξαιτίας αυτής της δυσκολίας δεν μπορούν να διαμορφωθούν οι απαραίτητες φωνολογικές  αναπαραστάσεις. Εκτός από την ακουστική επεξεργασία, τα δυσλεξικά άτομα φαίνεται ότι έχουν ελλείμματα και στην ακουστική αντίληψη, καθώς αδυνατούν να διακρίνουν ακουστικά λέξεις που μοιάζουν πολύ, επειδή δεν μπορούν να αντιληφθούν τα στοιχεία από τα οποία αποτελούνται οι λέξεις αυτές (Στασινός, 1999).

 

Άλλοι ερευνητές θεωρούν τη δυσλεξία ως απόρροια της ελλειμματικής οπτικής επεξεργασίας  οφειλόμενης σε διαταραχές του οπτικού μεγαλοκυτταρικού συστήματος του εγκεφάλου (Stein & Walsh , 1997). Πιο συγκεκριμένα, οι υποστηρικτές της θεωρίας αυτής επικαλούνται νευροανατομικά ευρήματα που υποδεικνύουν ότι τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες εμφανίζουν διαφορετικό μέγεθος των κυττάρων του μεγαλοκυτταρικού συστήματος στο κεντρικό νευρικό σύστημα συγκρινόμενα με το φυσιολογικό πληθυσμό. Το μεγαλοκυτταρικό σύστημα θεωρείται ότι εμπλέκεται στην επεξεργασία οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων με ταχεία χρονική διαδοχή. Δυσλειτουργία του  μεγαλοκυτταρικού συστήματος οδηγεί σε ανεπαρκείς οπτικές αναπαραστάσεις των γραμμάτων και συνεπώς καθιστούν πιο δύσκολη τη διάκρισή τους (Skottun, B.C).

 

Επίσης, μια θεωρία που βασίζεται στα αποτελέσματα του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος στους δυσλεξικούς υποστηρίζει ότι η ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργία θεωρείται ως η αιτία της εμφάνισης αναγνωστικών δυσκολιών στα παιδιά.  Στο πλαίσιο αυτό, υποστηρίχθηκε ότι η δυσλεξία οφείλεται σε ελλείμματα σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου, οι οποίες ευθύνονται για την αποθήκευση οπτικών ειδώλων στη μνήμη. Στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος  «λεξική τύφλωση» ή «συγγενής λεξική τύφλωση» (Hinshelwood, 1917). Η λεξική τύφλωση είναι συνώνυμο της αλεξίας που συνιστά ανικανότητα στην αναγνώριση των γραμμάτων και συνεπώς στην ανάγνωση παρόλο που το άτομο είχε μάθει την ανάγνωση σε προηγούμενο στάδιο, οφείλεται σε εγκεφαλικές βλάβες και είναι επίκτητη, ενώ η δυσλεξία οφείλεται μεν σε εγκεφαλικές δυσλειτουργίες, αλλά είναι έμφυτη στον άνθρωπο (Ηinshelwood, 1917).  Το ζήτημα της εγκεφαλικής κυριαρχίας στην αιτιολογία της δυσλεξίας απασχόλησε επίσης τους ερευνητές. Η εγκεφαλική κυριαρχία συνίσταται στην επικράτηση του ενός από τα δύο ημισφαίρια έναντι του άλλου σε επίπεδο λειτουργιών και καθώς το αριστερό ημισφαίριο που ελέγχει τις ικανότητες λόγου, γραφής και ομιλίας έχει βρεθεί ότι είναι κυρίαρχο στους δεξιόχειρες, πιθανές βλάβες σε αυτό ή μη σαφής κυριαρχία αυτού ευθύνεται για την εμφάνιση δυσλεξίας (Καραπέτσας, 1997). Ο Οrton  (1925) υποστήριξε ότι το κυρίαρχο ημισφαίριο του εγκεφάλου προσλαμβάνει τις οπτικές πληροφορίες και τις αναπαριστά σε ορθή μορφή, ενώ το άλλο ημισφαίριο τις αναπαριστά σε καθρεφτική μορφή. Έτσι, εάν δεν υπάρχει σαφής κυριαρχία του ενός ημισφαιρίου, το παιδί δυσκολεύεται να γράψει και να διαβάσει σωστά τη λέξη, με αποτέλεσμα να αντιστρέφει τα γράμματα. Ο Οrton αυτή την κατάσταση την ονόμασε «στρεφοσυμβολία» (Στασινός, 1999). Η καθρεφτική ανάγνωση αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των δυσλεξικών.

 

Μία άλλη θεωρία διατείνεται ότι τα δυσλεξικά παιδιά εμφανίζουν επιβράδυνση στους ρυθμούς νευρολογικής ανάπτυξης σε κάποιες περιοχές του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν ελλείμματα στην αναγνωστική ικανότητα (Καραπέτσας, 1997). Όπως σε κάθε διαταραχή που εμφανίζεται στα παιδιά εξετάζεται  ο ρόλος της κληρονομικότητας ως αιτιολογικού παράγοντα, έτσι και ο ρόλος της κληρονομικότητας στην εμφάνιση δυσλεξίας έχει απασχολήσει τους ερευνητές.  Πολλές μελέτες έχουν γίνει σε δυσλεξικά παιδιά λαμβάνοντας υπόψην τους εάν στο οικογενειακό ιστορικό του μαθητή αναφέρονται γενεές δυσλεξικών συγγενών και αποδεικνύεται ότι υπάρχει σύνδεση, άρα οι δυσλεξικοί μαθητές τείνουν να έχουν συγγενείς με δυσλεξία (Πόρποδας, 1992). Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά ήταν τα αποτελέσματα μιας έρευνας που διενεργήθηκε στη Στοκχόλμη σε παιδιά πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που είχαν παρουσιάσει αναγνωστικές δυσκολίες, το ποσοστό των δυσλεξικών μαθητών των οποίων κάποιο μέλος της οικογένειας είχε δυσλεξία σημειώθηκε ότι είναι 88% (Ηallgren, 1950). Επίσης, μελέτες έχουν γίνει σε ζευγάρια διδύμων εκ των οποίων το ένα παρουσίαζε δυσλεξία. Το συμπέρασμα που προκύπτει από αυτές τις μελέτες είναι ότι το δεύτερο δίδυμο βρίσκεται σε κίνδυνο να παρουσιάσει δυσλεξία. Μεγάλη διαφοροποίηση, ωστόσο, παρατηρείται στα ζευγάρια μονοζυγωτικών και διζυγωτικών διδύμων. Τα μεν μονοζυγωτικά δίδυμα εμφάνισαν δυσλεξία σε ποσοστό 100% ενώ τα διζυγωτικά εμφάνισαν δυσλεξία σε ποσοστό 33% (Πόρποδας, 1992).

 

Κατερίνα Αγγέλη

Φιλόλογος, ΜSc Παιδοψυχολογίας, εξειδίκευση στην ειδική αγωγή