Η διαφορά μεταξύ της «καθαρής» γλωσσολογίας και της εθνογραφικής προσέγγισης της επικοινωνίας

Κύρια μορφή και βασικό εργαλείο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων είναι η γλώσσα,μια νοητική λειτουργία που κυριαρχεί σε όλη τη ζωή του ανθρώπου.

Χαρακτηριστικά ο Fromkin γράφει «Ό,τι κι αν κάνουν οι άνθρωποι όταν βρεθούν μαζί -είτε παίζουν, είτε καυγαδίζουν, είτε αγκαλιάζονται, είτε φτιάχνουν αυτοκίνητα-, πάντα μιλούν μεταξύ τους… Ελάχιστες στιγμές της ζωής μας είναι απαλλαγμένες από λέξεις. Ακόμα και στα όνειρά μας μιλάμε και μας μιλάνε. Υπάρχουν μάλιστα φορές που μιλάμε όταν δεν υπάρχει κανείς για να μας απαντήσει.» (Fromkin et al. 2008, σελ. 33)

Από την άλλη ο Graddol αναφέρει ότι «κύρια λειτουργία της γλώσσας είναι η επικοινωνία» ( Graddol 2001, σελ. 21). Υποδεικνύει, έτσι, ότι η γλώσσα βρίσκεται σε άμεση σχέση με την κοινωνία, κάτι που πρεσβεύει η κοινωνιογλωσσολογία. Αντίθετα, η «καθαρή», η κυρίαρχη γλωσσολογία εξετάζει τη γλώσσα ως δομή, ως σύστημα, χωρίς να δίνει βάρος στις κοινωνικές περιστάσεις που περιβάλλουν κάθε φορά την επικοινωνία.

Τις θέσεις ενός από τους κυριότερους εκπροσώπους της κοινωνιογλωσσολογίας και εισηγητή της εθνογραφίας της επικοινωνίας του Dell Hymes σε αντιπαράθεση με αυτές της «καθαρής» γλωσσολογίας του Saussure και του Chomsky πραγματεύομαι στην εργασία μου αυτή. Στο πρώτο κεφάλαιο θα αναφέρω τις θέσεις της «καθαρής» γλωσσολογίας, όπως αυτές παρουσιάζονται στη δομική και στη γενετική γλωσσολογία. Στο δεύτερο κεφάλαιο θα παρουσιάσω αναλυτικά τις απόψεις του Dell Hymes και της εθνογραφίας της επικοινωνίας. Στο τρίτο κεφάλαιο θα αναδείξω τις διαφορές μεταξύ των δύο προσεγγίσεων παραθέτοντας παραδείγματα.

 

1. Οι θέσεις της «καθαρής» γλωσσολογίας.

Η «καθαρή» ή κυρίαρχη γλωσσολογία, όπως διαφαίνεται από τον πίνακα της σελ. 96 του Εγχειριδίου Μελέτης (Maybin 2001, σελ.96), θέτει τη γλώσσα ως υποκείμενο της έρευνας και έχει ως πλαίσιο αναφοράς το γλωσσικό σύστημα. Αναλύει τις γραμματικές μονάδες και ενδιαφέρεται για τις αφηρημένες σχέσεις μεταξύ στοιχείων του συστήματος. Τις θέσεις αυτές συναντάμε και στις δύο τάσεις της κυρίαρχης γλωσσολογίας, τη δομική και τη γενετική.

Η δομική γλωσσολογία με κύριο εκπρόσωπό της τον Saussure εξετάζει τη γλώσσα ως σύστημα σημείων, ως σύστημα από αλληλοεξαρτώμενα στοιχεία που μεταφέρει νοήματα χρησιμοποιώντας δύο βασικούς μηχανισμούς ( Graddol 2001, σελ. 23). Αντικείμενο της έρευνας και πλαίσιο αναφοράς είναι το αφηρημένο γλωσσικό σύστημα. Στόχος της ανάλυσης της γλώσσας είναι ο προσδιορισμός των δομών των γλωσσικών εκφράσεων. Ο Saussure για να περιγράψει τη γλώσσα τη διακρίνει σε ομιλία ή χρήση της γλώσσας (parole), που είναι η ορατή πλευρά της γλώσσας και σε σύστημα ή δομή της γλώσσας (langue), που είναι η αφηρημένη πλευρά της γλώσσας (Αρχάκης και Κονδύλη 2004, σελ. 28). Αντίστοιχα η μελέτη της γλώσσας διακρίνεται σε εξωτερική γλωσσολογία (που μελετά τη χρήση της γλώσσας) και εσωτερική γλωσσολογία (που μελετά τη γλώσσα ως σύστημα) (Κονδύλη 1995, σελ. 175).

Βασικές αρχές της εσωτερικής δομικής γλωσσολογίας είναι η αρχή της αυτονομίας και της ομοιογένειας του γλωσσικού συστήματος. Σύμφωνα με την αρχή της αυτονομίας «η γλώσσα συλλαμβάνεται ως αυτοδύναμη οντότητα» (Αρχάκης και Κονδύλη 2004, σελ. 29). Σύμφωνα με την αρχή της ομοιογένειας «το γλωσσικό σύστημα ενυπάρχει με τον ίδιο τρόπο στον εγκέφαλο των μελών μιας γλωσσικής κοινότητας» (ο.π.).

Ο Chomsky, εισηγητής της γενετικής γλωσσολογίας δεν απομακρύνεται πολύ από τις θέσεις του Saussure. Η έννοια της γλωσσικής επιτέλεσης παραπέμπει στην  parole του Saussure, ενώ η γλωσσική ικανότητα αναλογεί στην langue. Ως γλωσσική επιτέλεση εννοείται η «γλωσσική συμπεριφορά συγκεκριμένων ομιλητών σε δεδομένες επικοινωνιακές περιστάσεις» (Αρχάκης και Κονδύλη 2004, σελ. 29). Γλωσσική ικανότητα είναι η «γνώση του γλωσσικού συστήματος από τους φυσικούς ομιλητές του» (ο.π.).

Κι εδώ συναντάμε τις αρχές της αυτονομίας και της ομοιογένειας. Ο Chomsky όμως, εισάγει την έννοια του ιδανικού ομιλητή και ακροατή ως αντικείμενο της γλωσσικής θεωρίας του (Χαραλαμπόπουλος 1995, σελ. 119). Θεωρεί κι αυτός ότι αντικείμενο κι αποστολή της γλωσσολογίας είναι η περιγραφή του γλωσσικού συστήματος (ο.π., σελ. 121) κι εξετάζει τη γλώσσα αποκομμένη από τα κοινωνικά συμφραζόμενα. Ο  Chomsky θεωρεί τη γλώσσα ως έμφυτη ικανότητα  του ανθρώπου, υποστηρίζει την ύπαρξη μιας καθολικής γραμματικής και σ’ αυτήν αποδίδει την κατάκτηση της γλώσσας από το παιδί.( Χαραλαμπόπουλος 1995, σελ. 120 και Κονδύλη 1995, σελ. 179).

2. Οι θέσεις της εθνογραφίας της επικοινωνίας

Ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους της κοινωνιογλωσσολογίας, ο Dell Hymes, είναι ο κύριος εισηγητής της εθνογραφίας της επικοινωνίας. Ο Κρύσταλ ορίζει την εθνογραφία της επικοινωνίας ως κλάδο της γλωσσολογίας που μελετά τη γλώσσα σε σχέση με τη διερεύνηση των φυλετικών ειδών και της συμπεριφοράς τους. (Κρύσταλ 2003, σελ. 138) Ο κλάδος έχει άμεση σχέση με την εθνολογία, την ανθρωπολογία, την ανθρωπολογική γλωσσολογία και την κοινωνιογλωσσολογία(βλ. και Ξυδόπουλος 2009). Σε σχέση με την κοινωνιογλωσσολογία, η εθνολογία της επικοινωνίας θεωρεί τη «γλωσσική δομή και τα γλωσσικά γεγονότα άρρηκτα συνδεδεμένες οντότητες και αντικείμενα κοινής πραγμάτευσης… Εστιάζει την προσοχή της στη συγκριτική μελέτη του ρόλου της γλώσσας και της γλωσσικής συμπεριφοράς σε διαφορετικές κουλτούρες» (Αρχάκης και Κονδύλη 2004, σελ.47). Επεξεργάζεται τις εξωγλωσσικές μεταβλητές που προσδιορίζουν την κοινωνική βάση της επικοινωνίας, δίνοντας έμφαση στην περιγραφή της γλωσσικής αλληλεπίδρασης (Κρύσταλ 2003, σελ. 138).

Όπως φαίνεται στον πίνακα  της σελ. 96 του Εγχειριδίου Μελέτης (Maybin 2001, σελ.96) η εθνογραφία της επικοινωνίας ερευνά την επικοινωνία έχοντας ως πλαίσιο αναφοράς τη γλωσσική κοινότητα, αναλύει τα γλωσσικά γεγονότα και μελετά τη γλώσσα κατά το πρότυπο των επικοινωνιακών γεγονότων. Κατά τον ίδιο τον  Hymes, ο όρος δηλώνει ότι κάθε επαρκής προσέγγιση της γλώσσας πρέπει να προσανατολίζεται σε δύο κατευθύνσεις ˙ αυτές της εθνογραφίας και της επικοινωνίας. Θα πρέπει δηλαδή η εθνογραφία και η επικοινωνία να παρέχουν το πλαίσιο αναφοράς μέσα στο οποίο θα αξιολογηθεί η θέση της γλώσσας στον πολιτισμό και την κοινωνία (Hymes 2000, σελ. 33).

Ο Hymes υποστηρίζει ότι αντικείμενο έρευνας και μελέτης πρέπει να γίνει η γλωσσική γνώση που ονομάζει «επικοινωνιακή ικανότητα» και που είναι απαραίτητη για ένα κοινωνικά αρμόζοντα τρόπο ομιλίας. «Η "επικοινωνιακή ικανότητα" συνδέεται με την αποτελεσματική χρήση της γλώσσας, όπως αυτή διαμορφώνεται σε σχέση με το εκάστοτε πλαίσιο επικοινωνίας» (Κωστούλη 2010). «Η επικοινωνιακή ικανότητα περικλείει την ολότητα της γλωσσικής συμπεριφοράς», δηλαδή περιλαμβάνει τη χρήση της γλώσσας σε διαφορετικά κοινωνικοπολιτισμικά περιβάλλοντα (Μπουρουτζή 2010) και συμπληρώνει, έτσι, βασικές θέσεις της κυρίαρχης γλωσσολογίας. Ο Χαραλαμπόπουλος θεωρεί ότι η γλωσσική ικανότητα είναι μέρος της επικοινωνιακής ικανότητας και ότι «η προσαρμογή της χρήσης της γλώσσας στο εκάστοτε επικοινωνιακό πλαίσιο» είναι σημαντική για την αποτελεσματική γλωσσική επικοινωνία (Χαραλαμπόπουλος 2010). Η έννοια της επικοινωνιακής ικανότητας που αναπτύχθηκε από τον Hymes «αποσαφήνισε τις παραμέτρους που συνιστούν το επικοινωνιακό πλαίσιο και προσδιόρισε τον τρόπο με τον οποίο αυτές επηρεάζουν και διαμορφώνουν τη χρήση της γλώσσας» (ο.π.).

Η επικοινωνιακή ικανότητα είναι η ικανότητα κάθε χρήστη της γλώσσας εκτός του να παράγει και να κατανοεί ορθές γραμματικά προτάσεις, ταυτόχρονα να είναι σε θέση να κάνει χρήση των προτάσεων αυτών σε διαφορετικές περιστάσεις και ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες (Μπουρουτζή 2010). Οι συνθήκες αυτές καθορίζονται από παράγοντες που όρισε ο Hymes ως συνιστώσες του επικοινωνιακού γεγονότος. Οι συνιστώσες αυτές είναι οι εξής:

  • Setting (περιβάλλον, πλαίσιο της περίστασης επικοινωνίας)
  • Participants (συμμετέχοντες στην επικοινωνιακή διαδικασία, γενικά χαρακτηριστικά αυτών και σχέση μεταξύ τους)
  • Ends (στόχοι)
  • Acts (πράξεις λόγου)
  • Key (το ύφος, ο τόνος, ο τρόπος που λέγεται κάτι)
  • Instrumentalities (κανάλια, δίαυλοι επικοινωνίας)
  • Norms (νόρμες διάδρασης και ερμηνείας, τρόποι ομιλίας)
  • Genres (Είδη λόγου, τύποι λόγου με συγκεκριμένα τυπικά γνωρίσματα)

Οι συνιστώσες αυτές συγκροτούν το μοντέλο speaking (που είναι το ακρωνύμιο από τα αρχικά τους), μια ταξινόμηση που προτείνει ο Hymes. Οποιαδήποτε αλλαγή σε κάποια από τις συνιστώσες αυτές επιφέρει αλλαγή και στο μήνυμα που μεταδίδεται από τον ομιλητή, άρα είναι καθοριστικές για την επικοινωνία (Μπουρουτζή 2010  και Αρχάκης και Κονδύλη 2004, σελ. 90- 93).

3. Οι διαφορές των δύο προσεγγίσεων

Όπως φάνηκε από την παραπάνω παρουσίαση των θέσεων τους οι δύο προσεγγίσεις διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Η «καθαρή», κυρίαρχη γλωσσολογία εξετάζει τη γλώσσα λαμβάνοντας ως πλαίσιο αναφοράς το γλωσσικό σύστημα και αναλύει τις γραμματικές μονάδες προσεγγίζοντας τις αφηρημένες σχέσεις μεταξύ των στοιχείων του συστήματος. Από την άλλη, η εθνογραφία της επικοινωνίας εξετάζει την επικοινωνία έχοντας ως πλαίσιο αναφοράς τη γλωσσική κοινότητα και θεωρώντας τα γλωσσικά γεγονότα ως μονάδες ανάλυσης προσεγγίζει και μελετά τη γλώσσα κατά τη ροή και το πρότυπο των επικοινωνιακών γεγονότων.

«Ο κλάδος της εθνογραφίας της επικοινωνίας έρχεται σε ρήξη -και παράλληλα συμπληρώνει- κάποιες από τις θεμελιώδεις αρχές της αυτόνομης γλωσσολογίας» (Μπουρουτζή 2010). Η δομή των γλωσσών από την εθνογραφία της επικοινωνίας δεν θεωρείται «αυτόνομη και ομοιογενής, αλλά καθορίζεται από τις λειτουργίες που οι γλώσσες επιτελούν στις κοινωνίες όπου χρησιμοποιούνται» (Αρχάκης και Κονδύλη 2004, σελ. 31). Η επικοινωνιακή ικανότητα της εθνογραφικής προσέγγισης της επικοινωνίας αντιτάσσεται αλλά και συμπληρώνει την αυτονομημένη και τυποποιημένη γλωσσική ικανότητα της κυρίαρχης γλωσσολογίας. «Η επικοινωνιακή ικανότητα περικλείει τη γλωσσική ικανότητα αντί να περιορίζεται σ’ αυτήν» (ο.π.)  

Έτσι για παράδειγμα, ο παρακάτω διάλογος που σε άλλη κοινωνική ομάδα θα μπορούσε να αποτελεί «καθημερινότητα», στους δυτικούς Apache των ΗΠΑ μπορεί να γίνει μόνο σαν αστείο, διαφορετικά λαμβάνεται ως βαθιά προσβολή.

-Τι κάνεις, φίλε μου, πώς τα πας;

-Έχω πονοκέφαλο.

-Αα! Πρέπει να πας στο γιατρό, μου φαίνεσαι χλομός.

(Ο διάλογος παρατίθεται αυτούσιος όπως βρίσκεται στο Αρχάκης και Κονδύλη 2004 , σελ. 32)

Παρατηρούμε ότι από γραμματικής και συντακτικής άποψης σύμφωνα με την «καθαρή» γλωσσολογία ο διάλογος αυτός είναι ορθός. Όταν λάβουμε υπόψη όμως το πλαίσιο αναφοράς, τη γλωσσική κοινότητα, μέσα στην οποία διεξάγεται, το περιεχόμενο διαφοροποιείται εντελώς. Στη συγκεκριμένη ομάδα η διείσδυση στην ιδιωτική σφαίρα του άλλου και ο σχολιασμός στοιχείων της υγείας του αποτελούν σοβαρή παραβίαση της πολιτιστικής νόρμας (ο.π.). Ακόμα το να δίνει κάποιος κατευθύνσεις σε άλλον δεν είναι αποδεκτό στη συγκεκριμένη ομάδα, γιατί είναι αντίθετο με άλλες πεποιθήσεις τους.

Παρόμοιο είναι το παράδειγμα του ιαπωνικού και του ελληνικού γάμου (ο.π. σελ.92) όπου αποδεκτές γλωσσικές συμπεριφορές από τα μέλη μιας κοινωνίας είναι παράξενες ή απαράδεκτες από τα μέλη άλλης. Στον ιαπωνικό γάμο οι παρευρισκόμενοι τηρούν σιωπηλή στάση και κάνουν περιορισμένες κινήσεις, σύμφωνα με την πεποίθησή τους ότι όταν μια εμπειρία εκφραστεί με λόγο, χάνει την ουσία της. Αντίθετα, στον ελληνικό γάμο συνηθίζεται να εκφράζονται έντονα τα συναισθήματα με ευχές, τραγούδια και αστεία.  Έτσι, ενώ από την άποψη της «καθαρής» γλωσσολογίας και οι δύο γλωσσικές πράξεις είναι ορθές, δεν θα μπορούσαν να θεωρούνται σωστές μέσα σε διαφορετική κοινωνική ομάδα.

Ανάλογο είναι και το παράδειγμα που παρατίθεται από τους Αρχάκη και Κονδύλη (ο.π.) σχετικά με τα μέλη της άρχουσας τάξης των ευγενών της κοινωνίας Burundi της Αφρικής. Σε ορισμένες περιστάσεις τα άτομα αυτά πρέπει να κάνουν στο δημόσιο λόγο τους μικρά γραμματικά λάθη «με σκοπό να δείξουν ότι η κοινωνική τους ταυτότητα βρίσκεται υπεράνω της ανάγκης προσήλωσης στο ορθό λεκτικό προϊόν» (ο.π.) Αν κάποιος αναλύσει λοιπόν το λόγο τους σύμφωνα με τις αρχές της «καθαρής» γλωσσολογίας θα τον βρει προφανώς λανθασμένο. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη το περιβάλλον και τη γλωσσική κοινότητα, παρατηρούμε ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο λόγος τους είναι ο σωστός για τη συγκεκριμένη περίσταση επικοινωνίας.

Συγκεκριμένα γλωσσικά γεγονότα που είναι ορθά γραμματικά, κατά την «καθαρή» γλωσσολογία, δεν είναι καθόλου ορθά αν ειπωθούν σε διαφορετικό περιβάλλον από αυτό για το οποίο προορίζονται, όπως για παράδειγμα ένας λόγος υπεράσπισης που εκφωνείται σε δικαστήριο, συγκεκριμένες προσευχές που ψάλλονται σε ναούς, συγκεκριμένες ευχές που λέγονται σε συγκεκριμένες γιορτές κ.λ.π. 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Από την παράθεση και την ανάλυση των θέσεων των δύο προσεγγίσεων παρατηρεί κάποιος ότι η εθνογραφία της επικοινωνίας αντιτάσσεται, αλλά και συμπληρώνει τις θέσεις της «καθαρής» γλωσσολογίας. Η «καθαρή» γλωσσολογία εξετάζει τη γλώσσα ως σύστημα κι επιχειρεί να προσεγγίσει τις αφηρημένες σχέσεις μεταξύ των στοιχείων του συστήματος.

Η εθνογραφία της επικοινωνίας ενδιαφέρεται για την επικοινωνία, εξετάζει τα γλωσσικά γεγονότα μέσα στη γλωσσική κοινότητα και μελετά τη γλώσσα συνδέοντας τη με την εκάστοτε επικοινωνιακή περίσταση. Η επικοινωνιακή ικανότητα που ορίζεται από τον Hymes περικλείει την γλωσσική ικανότητα της «καθαρής» γλωσσολογίας.

Οι διαφορές των δύο προσεγγίσεων έγιναν φανερές στην τρίτη ενότητα της εργασίας και κάνουν φανερό ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η γλώσσα δεν μπορεί να εξετάζεται ως αφηρημένη σχέση μεταξύ των στοιχείων του συστήματος, αλλά χρειάζεται να συνδεθεί με τα επικοινωνιακά γεγονότα για να κατανοηθεί πλήρως. Θεωρώ, από τη μελέτη της βιβλιογραφίας, ότι η εθνογραφία της επικοινωνίας εξετάζει εκτενέστερα τα γλωσσικά γεγονότα συνδέοντας τα με τη γλωσσική κοινότητα και λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες που τα καθορίζουν.