Όμως ποια ακριβώς είναι η σχέση μεταξύ σκέψης και γλώσσας; Πρόκειται για μια γραμμική σχέση ή για μια σχέση αλληλοεξάρτησης; Με άλλα λόγια η γλώσσα είναι απλά ένα μέσο έκφρασης της σκέψης ή μήπως μπορεί να επηρεάσει την ίδια τη σκέψη;
Οι έρευνες των τελευταίων ετών τείνουν προς τη δεύτερη περίπτωση. Ξέρουμε πως η γλώσσα που μιλάει κάποιος μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο που σκέφτεται για τον εαυτό του και τις ικανότητές του. Για παράδειγμα θυμάμαι πως πριν από λίγους μήνες μια έρευνα είχε δείξει πως οι Αμερικανοί φοιτητές με καταγωγή από την Λατινική Αμερική έτειναν να περιγράφουν τον εαυτό τους διαφορετικά ανάλογα με το έαν η συνέντευξη δινόταν στην αγγλική η την ισπανική γλώσσα. Όσοι μιλούσαν στα ισπανικά έτειναν να δίνουν αυτοπεριγραφές που έδιναν μεγαλύτερη βαρύτητα στις κοινωνικές σχέσεις και την σημασία του κοινωνικού συνόλου, μια έννοια που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στους ισπανόφωνους πληθυσμούς. Βλέπουμε δηλαδή πως η γλώσσα μπορεί να μας κάνει να αλλάζουμε από τη μια ταυτότητα στην άλλη, ίσως λόγω της βαρύτητας που έχει κατά τη διάρκεια σχηματισμού της ατομικής μας ταυτότητάς.
Αλλά πειράματα όπως το παραπάνω έχουν να κάνουν με τα συνειδητά χαρακτηριστικά που αποδίδουμε στον εαυτό μας. Τι γίνεται όμως με τις ασυνείδητες σκέψεις μας που ίσως βρίσκονται ακόμη πιο κοντά στον πυρήνα της προσωπικότητάς μας; Αυτές μπορούν επίσης να επηρεαστούν από την ομιλούμενη γλώσσα;
Μια νέα έρευνα του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ προσπάθησε να ερευνήσει αυτό το ερώτημα χορηγώντας τεστ τύπου ΙΑΤ (Implicit Association Test) σε πολύγλωσσους φοιτητές[1] . Το ΙΑΤ είναι ένα τεστ που χορηγείται με υπολογιστή και σκοπό έχει να μετρήσει τον βαθμό των ασυνείδητων συνδέσεων που έχουμε μεταξύ δύο αντικειμένων-εννοιών. Έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν κυρίως σε έρευνες για τον ρατσισμό. Στο τεστ αυτό δίνονται δύο κατηγορίες εννοιών (π.χ. λευκός-μαύρος) και στη συνέχεια παρουσιάζονται κάποιες άλλες λέξεις (π.χ. κακοποιός, άσχημος, όμορφος, αγάπη κ.α.). Το υποκείμενο καλείται να κατηγοριοποιήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τις λέξεις στις δύο κατηγορίες, μία φορά συνδέοντας τις αρνητικές λέξεις με τη μία κατηγορία (π.χ. μαύρος) και μετά με την άλλη κατηγορία (π.χ. λευκός). Η θεωρία είναι πως εάν το υποκείμενο έχει προκατάληψη υπέρ ή κατά μίας από τις δύο κατηγορίες αυτό θα φανεί καθώς θα τείνει να κατηγοριοποιεί πιο συχνά τις αρνητικές λέξεις με τη μία κατηγορία και τις θετικές με την άλλη, ανεξάρτητα από το ποιες είναι οι οδηγίες που έχουν δοθεί. Μπορείτε να πάρετε μια γεύση από το ΙΑΤ και -γιατί όχι- να συμμετέχετε σε μια online έρευνα στην ιστοσελίδα του Χάρβαρντ.
Η εν λόγω έρευνα για τη γλώσσα λοιπόν έγινε με πληθυσμούς δίγλωσσων φοιτητών: στο Μαρόκο (γαλλικά και αραβικά) και στις ΗΠΑ (αγγλικά και ισπανικά). Το θέμα του ΙΑΤ ήταν η κατηγοριοποίηση θετικών και αρνητικών χαρακτηριστικών προς άραβες και άτομα με καταγωγή από την Λατινική Αμερική αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ξεκάθαρα πως οι φοιτητές που κάνανε το ΙΑΤ στα αραβικά έτειναν να έχουν μια θετική προκατάληψη προς τους άραβες, όπως και οι ισπανόφωνοι φοιτητές είχαν μια θετική προκατάληψη προς τους ισπανόφωνους πληθυσμούς. Το φαινόμενο αυτό όμως δεν ήταν παρουσιάστηκε σε αυτούς που έκαναν το ΙΑΤ στις άλλες γλώσσες (αγγλικά και γαλλικά). Τα αποτελέσματα αντιστρέφονταν ακόμη και όταν το ίδιο το άτομο έκανε ξανά το ΙΑΤ σε διαφορετική γλώσσα! Η έρευνα αυτή είναι αξιοσημείωτη καθώς υποδεικνύει πως η γλώσσα μπορεί να μας επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό ακόμη και σε ένα εντελώς ασυνείδητο επίπεδο και έχει την δύναμη να αλλάζει δυναμικά τα πιστεύω μας και την ατομική μας ταυτότητά.
Δημήτρης Αγοραστός