Claude Levi-Strauss και Ανθρωπολογία της Συγγένειας

Η μεγάλη συμβολή του Claude Levi-Strauss στις κοινωνικές επιστήμες έγκειται στην εισαγωγή του επιστημονικού παραδείγματος της Δομικής Γλωσσολογίας, στη μεταφορά και εφαρμογή των αρχών, της μεθόδου και των πορισμάτων της στις κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές έρευνες, ιδρύοντας τον κλάδο της Δομικής Ανθρωπολογίας.

 

Κεντρική θέση στο θεωρητικό οικοδόμημα του Levi-Strauss κατέχει η δυαδική αντίστιξη ως καθολική ταξινομική και οργανωτική αρχή της ανθρώπινης σκέψης σε ασυνείδητο επίπεδο. Τόσο η γλώσσα, όσο και το σύνολο του πολιτισμού ως απόρροια της ανθρώπινης πρακτικής που θεμελιώνεται στην επικοινωνία, φέρουν τα σημάδια αυτής της στοιχειώδους ασυνείδητης νοητικής αρχής, που λαμβάνει λειτουργική προτεραιότητα έναντι της ενσυνείδητης σκέψης και πράξης. Κάθε εκδήλωσή της, συνεπώς, έχει μια λανθάνουσα δομή, μια συστηματική συγκρότηση, που για να γίνει κατανοητή θα πρέπει να ανατρέξει κανείς στην πρωτεύουσα λειτουργική αρχή του δυαδισμού.

 

Η δομιστική μέθοδος, όπως την όρισε ο Trubetzkoy (για την φωνολογία), συνίσταται σε τέσσερις βασικές διεργασίες: α) μετατόπιση από τη μελέτη των ενσυνείδητων γλωσσικών φαινομένων στη μελέτη της ασυνείδητης δομής τους, β) βάση της ανάλυσής είναι οι σχέσεις μεταξύ των όρων, γ) εισάγει την έννοια του συστήματος και δ) αποβλέπει στην ανακάλυψη γενικών νόμων είτε μέσω επαγωγής είτε μέσω της λογικής παραγωγής, που μπορεί να δώσει (η τελευταία) έναν καθολικό και αναγκαίο χαρακτήρα στις σχέσεις που συνάγονται. Βασικές μεθοδολογικές αρχές που μοιράζεται, λοιπόν, η γλωσσολογία με την ανθρωπολογία είναι εκείνη του συστήματος, της ολότητας και της συγχρονίας.

 

Η σύνδεση της γλωσσολογικής-φωνολογικής ανάλυσης με τη κοινωνιολογική-ανθρωπολογική ανάλυση και η συνεργασία και σύνθεση των δύο αυτών επιστημών καθίσταται επιστημολογικά αναγκαία λόγω της διττής φύσης των φαινομένων που μελετώνται. Αφενός, υπάρχουν οι γλωσσικοί όροι κι αφετέρου η ανθρώπινη δράση, πρακτική, συμπεριφορά. Αυτές οι δύο τάξεις της πραγματικότητας θα πρέπει να μελετηθούν στη μεταξύ τους συνάφεια, τροφοδοτώντας η μία την άλλη με δεδομένα και επιμέρους πορίσματα και να ελεγχθούν αμφότερα ως προς τις γενικές συνέπειες που μπορεί να έχουν, ώστε να συναχθούν έγκυρα συμπεράσματα. Η γλωσσολογική ανάλυση των συγγενικών όρων μπορεί να καταδείξει σχέσεις μεταξύ όρων που δεν είναι άμεσα εμφανείς (στον ανθρωπολόγο), ενώ η ανθρωπολογική παρατήρηση μπορεί να καταδείξει έθιμα, απαγορεύσεις και νόρμες που θα βοηθήσουν τον γλωσσολόγο να κατανοήσει τη σταθερότητα ή την αστάθεια των όρων ή ομάδων όρων και των χαρακτηριστικών τους και να επαληθεύσει την εγκυρότητα της ετυμολογίας.

 

Τα συστήματα συγγένειας, εν προκειμένω, αποτελούνται από δύο διακριτές τάξεις της πραγματικότητας, ένα σύστημα συγγενικών όρων, λεξιλογικό σύστημα στη φύση του, που εκφράζει τους τύπους των σχέσεων κι ένα σύστημα συμπεριφορών, που περιλαμβάνει τις προδιαγεγραμμένες μορφές δράσης και συμπεριφορές των ατόμων στις μεταξύ τους σχέσεις και είναι ψυχολογικής και κοινωνικής φύσεως. Η αναλυτική συσχέτιση μεταξύ συγγενικής ορολογίας, δηλωτικής των υπαρκτών διακριτών τύπων σχέσεων, και τύπων συμπεριφορών και ρόλων, ως περιεχομένου των σχέσεων, για τη κατανόηση της κοινωνικής και συγγενειακής δομής είχε επισημανθεί ήδη από τον δομολειτουργισμό και τον Radcliffe-Brown, ο οποίος, ωστόσο έτεινε να κανονικοποιεί σε μεγάλο βαθμό τις συμπεριφορές των ατόμων, θεωρώντας πως αποτελούν «απλώς μεταθέσεις των συγγενικών όρων σε συναισθηματικό(-δοξαστικό) επίπεδο». Ωστόσο, η εμπειρική έρευνα καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ συγγενικών όρων και πραγματικών συμπεριφορών. Ο Levi-Strauss μάλιστα, επειδή την κανονιστική λειτουργία που ο Radcliffe-Brown αναγνώριζε στους θεσμούς και τις τελετές την έχει μεταθέσει στο επίπεδο της ασυνείδητης σκέψης, θεωρεί πως αυτή η μετάθεση των συγγενικών όρων στο ψυχολογικό επίπεδο λαμβάνει χώρα και εκφράζεται περισσότερο στο πεδίο των μη κοινωνικά θεσμοθετημένων, συνεπώς και περισσότερο «αυθόρμητων» συμπεριφορών. Αντίθετα, στις τελετουργικές πρακτικές που περιλαμβάνουν μια πιο ενσυνείδητη και τυποποιημένη συμπεριφορά εκ μέρους των συμμετεχόντων αναγνωρίζει μια λειτουργία υπέρβασης των αδυναμιών του συστήματος συγγενικής ορολογίας. Κατά τον Levi-Strauss υφίσταται μια σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ του συστήματος ορολογίας και του συστήματος συμπεριφορών, που ωστόσο δεν συνεπάγεται αντιστοιχία, αλλά είναι περισσότερο σχέση λειτουργικότητας, κατά την οποία το σύστημα συμπεριφορών ενσωματώνει δυναμικά το σύστημα ορολογίας.

 

Εφαρμόζοντας την δομιστική ανάλυση σε ένα δημοφιλές παράδειγμα ανθρωπολογικής μελέτης, τη σχέση μητρικού θείου και ανιψιού, ο Levi-Strauss συμπεραίνει ότι ακόμη και οι σημαντικότερες μελέτες επί του θέματος πάσχουν από μεθοδολογικές αδυναμίες που έχουν οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Εν πρώτοις, επικεντρώθηκαν σε συγκεκριμένους συγγενικούς όρους και σχέσεις, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το ευρύτερο σύστημα σχέσεων εντός του οποίου εντάσσεται και η σχέση avunculate. Η επιμέρους αυτή σχέση, όμως, μπορεί να γνωσθεί μόνο σε αναφορά με το σύνολο, τη δομή των σχέσεων εντός της οποίας λαμβάνει το νόημά της. Συγκεκριμένα, από την ανάλυση και σύγκριση των συγγενικών σχέσεων σε έξι κοινωνίες προκύπτει πως το κριτήριο του τύπου καταγωγής (μητρογραμμικού ή πατρογραμμικού) που είχε ορίσει ο Radcliffe-Brown για τον προσδιορισμό του τύπου συμπεριφοράς στη σχέση θειου-ανιψιού, δεν είναι εξαντλητικό, αν και σωστά είχε διακρίνει, με αναφορά στον δομικό τύπο συσσωματώσεων των κοινωνιών αναφοράς, πως προκύπτουν δύο αντιθετικά ζεύγη συμπεριφορών στις σχέσεις πατέρα-γιου και θείου-ανιψιού. Η συγχρονική αλλά και η διαχρονική ανάλυση του συστήματος των συγγενικών σχέσεων ανέδειξε δύο αντιθετικές τάσεις, που ορίζουν και δύο ζεύγη αντιστίξεων: όσο εξασθενεί η εξουσία του αδελφού επί της αδελφής, τόσο ισχυροποιείται η εξουσία του μελλοντικού της συζύγου κι όσο εξασθενεί ο δεσμός πατέρα-γιου, τόσο ενδυναμώνεται ο δεσμός μητρικού θείου-ανιψιού, ώστε σε κάθε γενιά να υπάρχει μία θετική και μια αρνητική (ως προς τυποποιημένο συμπεριφορικό περιεχόμενό τους) σχέση. Στη βάση της δομής, λοιπόν, βρίσκονται τέσσερις σχέσεις, αδερφός-αδερφή, άντρας-γυναίκα, πατέρας-γιος και θείος-ανιψιός, που θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν σε τρείς τύπους σχέσεων, ομοαιμίας, αγχιστείας και καταγωγής. Αυτοί οι τύποι σχέσεων συγκροτούν την στοιχειακή δομική μονάδα της συγγενειακής δομής, το άτομο της συγγένειας.

 

Αυτό το πόρισμα έρχεται σε αντίθεση μ’ εκείνο του Radcliffe-Brown, ο οποίος είχε αναγνωρίσει ως ελάχιστη δομική μονάδα την «πυρηνική οικογένεια», ανάγοντας όλο το πλέγμα των σχέσεων του συγγενικού και κοινωνικού σχηματισμού σε μια πρωτογενή βιολογική σχέση, θέση που μπορεί να εξηγηθεί από την θεωρητική προσέγγιση του δομολειτουργισμού και τις σχέσεις του με τις φυσικές επιστήμες και τον εξελικτισμό, που αναδείκνυαν την βιολογική αναφορά, συνεπώς και την φυσιοκρατική αναγωγή της κοινωνίας, ως ασφαλή επιστημονική βάση. Ωστόσο, παραλείποντας τον θείο ή τον παππού εκ της μητρός ή σε άλλες περιπτώσεις τα τέκνα από το βασικό πλέγμα σχέσεων αγνοούν τόσο τη συγχρονική όσο και τη διαχρονική λειτουργία της συγγένειας που εδραιώνει σχέσεις μεταξύ «πυρηνικών» οικογενειών ώστε να αυτοαναπαράγεται και η αρχική ανισορροπία που προκύπτει μεταξύ δύο οικογενειών με τη μεταφορά μιας γυναίκας από τη μια ομάδα στην άλλη, να εξισορροπείται σε επόμενες μεταθέσεις προσώπων. Η ανταλλαγή γυναικών μεταξύ των ομάδων είναι κεντρική στη λειτουργία του συστήματος συγγένειας και επικαθορίζεται από μια καθολική πολιτισμική σύμβαση, την απαγόρευση της αιμομιξίας. Η κοινωνική δομή οργανώνεται στη βάση αυτής της αρχής και η σχέση μητρικού θείου-ανιψιού είναι ακριβώς απόρροια αυτού του ταμπού, που καθιστά αναγκαία προϋπόθεση της ύπαρξης της δομής την παρουσία ενός άνδρα από τον οποίο ένας άλλος άντρας θα λαμβάνει μια γυναίκα είτε ως αδερφή είτε ως σύζυγο. Με τον τρόπο αυτό ο Levi-Strauss αποδεικνύει ως αναγκαία και καθολική, σύμφωνα με τους νομοθετικούς στόχους της δομιστικής μεθόδου, τη συσχέτιση των όρων αδερφός, αδερφή, κουνιάδος και ανιψιός και των σχέσεων αδερφός-αδερφή, άντρας-γυναίκα, πατέρας-γιος, θείος-ανιψιός ως στοιχειώδη, πανταχού παρούσα μονάδα της συγγένειας.

 

Πηγή: https://praxeologysocial.wordpress.com