Μα τι είναι τελικά αυτή η θεραπευτική σχέση;

Τι είναι τελικά αυτή η θεραπευτική σχέση για την οποία μιλούν οι θεραπευτές;

Αν θέλαμε έναν επίσημο ορισμό, αυτός θα ήταν «η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο». Στην περίπτωση των παιδιών-εφήβων, ο ορισμός προσαρμόζεται: ανάμεσα στον εκάστοτε θεραπευτή (λογοθεραπευτή, εργοθεραπευτή, ειδικό παιδαγωγό ή ψυχολόγο) και το παιδί ή έφηβο. Θεωρείται ότι μοιάζει με τις σχέσεις που το άτομο συνήθως αναπτύσσει με άτομα του κοινωνικού του περίγυρου, όμως ταυτόχρονα διαφέρει γιατί είναι μια οριοθετημένη σχέση που υπακούει σε κάποιους κανόνες. Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά; Απλά και πρακτικά πώς μπορεί να εξηγηθεί η έννοια και η σημασία αυτής;

Παιδιά ή έφηβοι έρχονται στα Κέντρα Ειδικών Θεραπειών, άλλες φορές λέγοντας ότι «κάτι δεν πάει καλά με εμένα» σε μια προσπάθεια αναγνώρισης της υποστήριξης που χρειάζονται, άλλες φορές γιατί «το είπε εκείνος ο ειδικός που πήγαμε» ή «το γράφει αυτό το χαρτί» κι άλλες γιατί «οι γονείς μου ανησυχούν πολύ». Επομένως τα παιδιά ή οι έφηβοι καταφθάνουν από διαφορετικά σημεία έναρξης με στόχο να φτάσουν όλοι στο ίδιο σημείο τερματισμού: την υποστήριξη που χρειάζονται. 

Ένα παιδί ή έφηβος σε ένα Κέντρο Ειδικών Θεραπειών έχει να διαχειριστεί πολλά συναισθήματα και σκέψεις ταυτόχρονα: τη δική του αγωνία για την παρουσία του σε ένα τέτοιο χώρο, το χρόνο που νιώθει ότι «χάνει», τις δυσκολίες με τις οποίες θα έρθει αντιμέτωπο αλλά και την αγωνία και την προσπάθεια της οικογένειας του να το υποστηρίξουν σε όλο αυτό, με πολλαπλούς τρόπους. Καταλαβαίνουμε ότι αυτό δεν είναι μια απλή υπόθεση.

Επιπλέον, έρχεται σε επαφή με θεραπευτές, συχνά περισσοτέρων από μίας ειδικοτήτων, ώστε με τον καθένα να στοχεύσουν σε διαφορετικό πεδίο. Έχοντας κατά νου τα παραπάνω, μπορούμε ίσως πιο εύκολα να κατανοήσουμε ότι η σχέση που θα αναπτύξει το κάθε παιδί/έφηβος με το θεραπευτή του αποτελεί βασική προϋπόθεση και κινητήρια δύναμη για την πορεία και εξέλιξη της θεραπείας του. 

 

Συγκεκριμένα από τη σκοπιά της ψυχολόγου, η σχέση αυτή αποτελεί το βασικό εργαλείο με το οποίο δουλεύουμε με κάποιο παιδί /έφηβο. Αναπτύσσοντας σταδιακά μια σχέση της οποίας χαρακτηριστικά είναι η εμπιστοσύνη, η ασφάλεια και τα όρια, το παιδί/ έφηβος αισθάνεται ότι μπορεί να εξερευνήσει πολλά μονοπάτια, ακόμη και τα πιο δύσκολα. Αισθάνεται ότι μπορεί να εμπιστευθεί πράγματα και ότι ο άνθρωπος που έχει απέναντι του δεν έχει τόσο τη θέση του ειδικού, αλλά ενός ατόμου που συμμαχεί μαζί του, προσπαθεί να το καταλάβει και να οδηγηθούν μαζί σε λύσεις αυτών που το απασχολούν. Υπάρχει μια ασφάλεια ότι ο/η ψυχολόγος μπορεί να αντέξει τα όσα το παιδί αισθάνεται ή σκέφτεται, που συχνά δεν μπορεί να εκφράσει στην οικογένεια του, θέλοντας να τους προστατεύσει.

Η αποδοχή του παιδιού/εφήβου από τον/την ψυχολόγο, βλέποντας το ίδιο το παιδί κι όχι μία διάγνωση ή τη δυσκολία που μπορεί να το ακολουθεί, αποτελεί ένα ακόμη βασικό στοιχείο της σχέσης αυτής. Σαφώς και λαμβάνουμε υπόψη μας τη διάγνωση ή την περιγραφή της δυσκολίας από την οικογένεια, αλλά στα πλαίσια αυτής της θεραπευτικής σχέσης που αναπτύσσεται και εγκαθιδρύεται, στόχος είναι να μπορέσει να δει το παιδί/ έφηβος ότι μπορεί να είναι πολλά παραπάνω από την «ταμπέλα» που του έχει δοθεί. Με αυτό τον τρόπο, εξατομικευμένα, με σεβασμό στην μοναδικότητα του καθενός και ανταποκρινόμενοι στις ανάγκες του κάθε παιδιού/εφήβου, 

ακολουθώντας το ρυθμό του, οι ψυχολόγοι βοηθούν τα παιδιά να βιώσουν τον εαυτό τους με διαφορετικό τρόπο μέσα σε μία σχέση, δείχνοντας τους ότι γίνεται κι αλλιώς. Απώτερος στόχος είναι η εσωτερίκευση αυτού του άλλου τρόπου και η γενίκευση του και στα άλλα πλαίσια, εφόσον οι συνθήκες το επιτρέπουν. Ακόμη όμως και στις περιπτώσεις που οι συνθήκες στα άλλα πλαίσια δεν είναι ευνοϊκές, το παιδί/ έφηβος έχει ένα δικό του χώρο και χρόνο που μπορεί να παίρνει αυτό που χρειάζεται.

Μέσα από τα όλα τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με τη συνεχή αξιολόγηση του έργου και της δουλειάς που γίνεται, χτίζεται μία γερή και σταθερή σχέση, η οποία μπορεί να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Το παιδί μέσα από αυτή σχέση έρχεται να βιώσει τα πράγματα αλλιώς σε ένα πλαίσιο, βίωμα το οποίο συχνά βοηθά από μόνο του στην αλλαγή των πραγμάτων. Οι όποιες παρεμβάσεις και πρακτικές τεχνικές μπορούν να φέρουν αποτελέσματα, από τη στιγμή που έχει πρώτα χτιστεί και εγκαθιδρυθεί μία γερή θεραπευτική σχέση. Κάποιες φορές όμως και μόνο το αίσθημα ότι λαμβάνουν αυτό που χρειάζονται, μπορεί να βοηθήσει στην αλλαγή, κάτι που μπορούν και όσοι εμπλέκονται με το παιδί/ έφηβο να θυμούνται, αφού συχνά υπάρχει ένα διάχυτο άγχος να ειπωθούν ή να γίνουν τα «σωστά πράγματα», ενώ μπορεί να αρκεί να ακούσουμε και να αφουγκραστούμε την επιθυμία και την ανάγκη του παιδιού/ εφήβου. 

Πηγή: https://eidikospaidagogos.gr/